Δευτέρα, Μαΐου 22

Η συνέχεια του έθνους και του κράτους

Ο Μιχάλης Δεμερτζής
είναι ιδρυτικό μέλος της 
Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής
Σύνθεσης και Τομεάρχης
Θέσεων
Η κατά το δοκούν θεώρηση

Θυμάστε πριν λίγο καιρό τον T. Ερντογάν που έλεγε ότι «τα σύνορα της καρδιάς μας είναι διαφορετικά από εκείνα της Συνθήκης της Λωζάνης»;
Φυσικά και θυμάστε…
Τι απαντούσε σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας;
Για την αδιαπραγμάτευτη ισχύ της Συνθήκης, το πώς πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και την αυξημένη τυπικότητα που φέρουν οι υπογραφές μεταξύ εθνών και άλλα τέτοια... νομικίστικα!
Φανταστείτε ο πρόεδρος της γείτονος να έκανε κατόπιν ένα δημοψήφισμα και να ρωτούσε τον λαό του, «ισχύουν τα σύνορα της Συνθήκης της Λωζάνης;» και, μετά το αναμενόμενο αποτέλεσμα, να μας έλεγε, «η δημοκρατία μίλησε».
Αυτό το τελευταίο κάτι μας θυμίζει, σωστά;
Παρόμοια με το παραπάνω (ακόμα υποθετικό) παράδειγμα αντιμετωπίζουμε κι εμείς ως χώρα τις συμβατικές μας υποχρεώσεις: Σαν να μην έχουν συνέχεια τα έθνη.
Αν εντελώς βολικά ξεχάσουμε περιπτώσεις όπως η προηγούμενη, λοιπόν, μάλλον δεν μας αρέσει και πολύ αυτή η λογική της συνέχειας, γιατί φαίνεται να αντιτίθεται στη λαϊκή βούληση. Αλλά έτσι είναι τα συμβόλαια.
Ο αντίλογος μπορεί να είναι ότι οι καιροί αλλάζουν, τώρα έχουμε κρίση κτλ…
Από την άλλη, φαντάζεστε να σας χρωστάει χρήματα ο γείτονας και, σε περίπτωση που πάθει κάτι, να διαγράφεται ή έστω να μειώνεται το χρέος, χωρίς να σας ρωτήσει κανείς;

Το απεχθές χρέος

Είτε μιλάμε για ιδιώτη είτε για χώρες, οι δημοκρατικοί θεσμοί σε γενικές γραμμές δεν κάνουν διακρίσεις (τέτοιες κάνουν συνήθως οι άνθρωποι).
Στη χώρα μας έχουμε μία α λα καρτ άποψη περί δημοκρατίας, οπότε, η επιτροπή της πρώην προέδρου της Βουλής, λ.χ., αποφάσισε ότι το χρέος είναι απεχθές και επονείδιστο και νομίζαμε ότι με κάποιο τρόπο η εν λόγω απόφαση δεσμεύει τον οποιονδήποτε εκτός συνόρων.
Αυτό βέβαια είναι το λιγότερο. Εδώ κάναμε ολόκληρο δημοψήφισμα για να επικυρώσουμε την πεποίθηση ότι δεν χρωστάμε αλλά μας χρωστούν και το περιφέραμε στις διαπραγματεύσεις.
Από την άλλη, «ο λαός δυσκολεύεται πολύ, άρα κάτι πρέπει να χάσει και ο δανειστής». Έτσι δεν λένε;
Σωστά το λένε. Πώς θα χάσει όμως; Με ένα νόμο κι ένα άρθρο;
Με μονομερή διαγραφή ή όπως αλλιώς το φαντασιωθήκαμε, χάνει μόνο ο δανειστής και, όσο κι αν μας αρέσει σαν σενάριο (εκτός κι αν μας χρωστάει ο γείτονας είπαμε), δεν γίνεται να μην καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο αντιτίθεται σε κάθε έννοια λογικής και δικαιοσύνης.
Είναι σκόπιμο, λοιπόν, να γίνει μία κάποιου είδους διαπραγμάτευση για να τα βρουν οι δύο πλευρές.
Και διαπραγμάτευση (δεν μπορεί να μην) σημαίνει υποχωρήσεις.
Το τι είδους υποχωρήσεις (κατά κόσμον, δυσάρεστα μέτρα) κάνουμε ως χώρα είναι ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο άλλωστε έχουμε εξετάσει σε άλλα άρθρα, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι μετά δεν τις εφαρμόζουμε- στην ουσία τις ακυρώνουμε- γιατί δεν μας αρέσουν.
Κάτι που δεν έχουμε κάνει μία ή δύο φορές. Το έχουμε κάνει περισσότερες, ενίοτε χρησιμοποιώντας και απειλές (τζιχαντιστές, Κούγκι, έξοδος από την Ευρωζώνη κ.α.).


Η (μη) συνέχεια του κράτους

Κάπως έτσι φτάσαμε στο τέταρτο μνημόνιο. Κάθε αθέτηση της προηγούμενης υπόσχεσης έφερνε πιο πιεστική την επόμενη.
Και, εδώ που τα λέμε, κάπως έτσι φτάσαμε στα μνημόνια γενικώς.
Με κρίση ή χωρίς, κάθε κυβέρνηση αγνοούσε τα πεπραγμένα της προηγούμενης.
Είμαστε τόσο καλοί σε αυτό διαχρονικά, που αντιστρέψαμε και το πλεονέκτημα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Θεωρητικά θεσπίσαμε τη μονιμότητα για να έχει το κράτος συνέχεια και να λειτουργεί εύρυθμα ανεξαρτήτως κυβέρνησης, αλλά τελικά οι συνεχείς διορισμοί από τη μία, μαζί με την αδυναμία απολύσεων από την άλλη, κατέστρεψαν κάθε έννοια λειτουργικότητας στο δημόσιο.
Σε υψηλότερο επίπεδο πολιτικής, τα πολλά λόγια περιττεύουν. Κάθε νέα κυβέρνηση δηλώνει ότι η γη που παρέλαβε είναι καμένη, για να μπορεί να βάλει κι εκείνη τις δικές της φωτιές.

Η συνέχεια του έθνους

Πιο σημαντική από την συνέχεια του κράτους όμως, είναι η συνέχεια του έθνους. Αυτό το τελευταίο εκπροσωπούν οι εκλεγμένοι πολιτικοί μας (όπως ρητά αναφέρεται και στο Σύνταγμα), όχι τον λαό.
Συνεπώς, ο κάθε βουλευτής ή υπουργός οφείλει στις αποφάσεις του να λαμβάνει υπόψη, όχι μόνο τους εν ζωή Έλληνες, αλλά τόσο την κληρονομιά των προηγούμενων γενεών, όσο και την ευημερία των μελλοντικών.
Για αυτό και έχουν κάποιο νόημα οι διεθνείς συμβάσεις. Γιατί οι γενιές δεν είναι ασύνδετες. Η Ελλάδα συμπορεύεται με τη Δύση εδώ και περίπου 200 χρόνια και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα, ακόμα και με ένα δημοψήφισμα.
Δεν είπε κανείς ότι δεν μπορεί ένα κυρίαρχο κράτος να αλλάξει θέση και εν τέλει να αθετήσει μία συμφωνία. Συμβαίνουν αυτά στην ιστορία των εθνών. Ούτε είναι a priori λάθος να ακουστεί από μέρους του και μία κάποια απειλή.
Ωστόσο, για να επανέλθουμε στην περίπτωσή μας, πρώτον, είναι γνωστό ότι στη διεθνή πολιτική μπορείς να απειλήσεις μόνο μία φορά και, δεύτερον, η αθέτηση είναι σκόπιμο να συνοδεύεται από τις ενέργειες εκείνες, που χτίζουν ξανά την αξιοπιστία μίας χώρας, ώστε η επόμενη υπογραφή της να θεωρείται ακόμα ισχυρότερη από την προηγούμενη. Όπερ σημαίνει έργα και όχι λόγια.
Περίπου το αντίθετο από το να περιφέρονται οι εκπρόσωποί της ψάχνοντας για «πολιτική λύση»… Ή να νομίζουν ότι, αν επαναλάβουν πολλές φορές στο εσωτερικό ακροατήριο την ανάγκη για περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, με κάποιο μαγικό τρόπο θα συμβεί και στα αλήθεια.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί πολλοί Έλληνες να θεωρούν οδυνηρή μία υποχώρηση σε μία διαπραγμάτευση, αλλά ακόμα οδυνηρότερη είναι η αμφισβήτηση της ικανότητας του ελληνικού έθνους να συνάψει μία συμφωνία.
Αν ισχύσει το δεύτερο, δεν πάνε στράφι μόνο οι υποχωρήσεις, αλλά και οι κατακτήσεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου