Δευτέρα, Ιουλίου 24

Η δημόσια ασφάλεια και τα όρια της ασυδοσίας

Έχουμε γράψει πολλές φορές στο παρελθόν τις θέσεις μας για τη δημόσια ασφάλεια.

Εν συντομία, δεν νοείται κράτος δικαίου, πρώτον, χωρίς διαρκή σεβασμό στους νόμους του, ο οποίος μεταφράζεται σε σταθερή υλοποίησή τους και στην καθολικότητα της εφαρμογής τους, και δεύτερον, απλόν και σημαντικόν, χωρίς αποτελεσματική αστυνομία.

Και, ενώ το να πληροί μια χώρα στο 100% τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν είναι φυσικά απλό πράγμα, η Ελλάδα τελευταία ίσως να φτάνει και σε μονοψήφιο ποσοστό.

Δεν ήταν πάντα έτσι… Ήταν και πριν άσχημα, τηρουμένων των αναλογιών (είμαστε μέλος της ΕΕ άλλωστε, ακόμα), αλλά όχι έτσι.

Καθώς, λοιπόν, αντί να βελτιωνόμαστε υπό το βάρος της κρίσης, χειροτερεύουμε (ή, εν προκειμένω, καθώς τα «μεμονωμένα περιστατικά» έχουν μαζευτεί βουνό), περισσότερο νόημα έχει να επισημαίνουμε τις ασθένειες, πάλι, ακόμα (επτά χρόνια μνημονίων δεν είναι αρκετά φαίνεται), παρά να ασχολούμαστε με τη θεραπεία· να βεβαιωθούμε ότι υπάρχει κάποια λογική, πριν αναπτύξουμε τη θεωρία· ότι υπάρχουν κάπου όρια, πριν αποκαταστήσουμε το μέτρο.

Έτσι όπως πορεύεται η χώρα τα δύο τελευταία χρόνια, ωστόσο, ούτε τα όρια βρίσκουμε.

Εδώ που τα λέμε, βέβαια, έχοντας ως δεδομένο ότι η αίσθηση του μέτρου έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό, ήταν θέμα χρόνου να χαθούν κι αυτά.

Μέτρου απόντος, τα άκρα γίνονται τα ίδια «μέτρο», δηλαδή σημεία αναφοράς· οι «σταθερές» μας. Οπότε, με τις δυσκολίες της κρίσης να μας δοκιμάζουν, ψάχνουμε να βρούμε τα νέα όρια, τα νέα άκρα, αλλά τα καινούρια σημεία αναφοράς έχουν τέτοια απόσταση μεταξύ τους (πρώην άκρα γαρ), που τα όρια που τα περιβάλλουν παραείναι μακριά πλέον για να φαίνονται.

Προς επεξήγηση των παραπάνω, ένα, καθόλου τυχαίο, παράδειγμα:

Τις παλιές καλές μέρες, που δεν μας απασχολούσαν οι οικονομικές αναλύσεις, και στις ειδήσεις το μισό δελτίο ασχολιόταν με διαρρήξεις και κλοπές και το άλλο μισό με το τι θα πει ο απλός κόσμος μπροστά στην κάμερα, δύο όροι κυριαρχούσαν στη συζήτηση για τη δημόσια ασφάλεια: Αναρχία και αστυνομοκρατία.

Τα θύματα παρανομιών και οι πάντα πρόθυμοι μπροστά στο μικρόφωνο ηλικιωμένοι έλεγαν, «δεν υπάρχει πουθενά αστυνομία στο κέντρο», «φοβόμαστε για τη ζωή μας στην επαρχία», «σκέτη αναρχία παντού» και άλλα τέτοια.

Ο αντίλογος στην κοινωνία- μάλλον ισχυρότερος, εξαιτίας αναμνήσεων από τη χούντα και άλλων λόγων που δεν είναι του παρόντος- ήταν ότι οι αστυνομικοί προκαλούν με την παρουσία τους. Οπότε, ο αστυνομικός, μακριά από το τμήμα, θεωρείτο «αστυνομοκρατία».

(Δεν χρειαζόταν να το πουν ηλικιωμένοι- ή νεότεροι- στην κάμερα αυτό. Το έλεγαν οι παρουσιαστές των ειδήσεων μετά τα ρεπορτάζ περί αναρχίας.)

Για κάτι ενδιάμεσο, μεταξύ αναρχίας και αστυνομοκρατίας, ούτε λόγος.

Αφού λοιπόν δεν μας άρεσε οι αστυνομικοί να είναι ανύπαρκτοι, αλλά δεν θέλαμε και να τους βλέπουμε, χάθηκε το μέτρο στην αστυνομική παρουσία.

Συγκεκριμένα, μέχρι πριν μερικά χρόνια (σίγουρα πριν την ομάδα ΔΙΑΣ), αν περπατώντας ανέμελα στην πόλη, μια συνηθισμένη ημέρα, συναντούσες ένστολο αστυνομικό, αυτός θα ήταν μέλος των ΜΑΤ, με τους συναδέλφους και την κλούβα παραδίπλα. Σπανίως οτιδήποτε άλλο.

Εν ολίγοις, μαζί με την αίσθηση του μέτρου για το ζήτημα, χάθηκε και η πρόληψη στη δημόσια ασφάλεια. Εφεξής, μόνο καταστολή. Αυτό ήταν πλέον το «μέτρο» μας.

Και αφού η ζυγαριά της κοινωνίας ισορρόπησε στα άκρα, κατέληξε, δηλαδή, στο να υπάρχουν αλλού μονίμως διμοιρίες των Μονάδων Αποκατάστασης της Τάξης σε επιφυλακή και αλλού «άβατα», τώρα που η οικονομική κρίση ταράζει (και) αυτές τις σταθερές μας, δίνοντας τροφή σε κατώτερα, αγελαία ένστικτα, και συνάμα φέρνοντας στην εξουσία ένα κόμμα που δεν μπορεί να στηρίξει ιδεολογικά την άμεση αποκατάσταση της έννομης τάξης, ψάχνουμε να βρούμε πού είναι τα όρια και δεν τα βρίσκουμε. Πού βρίσκονται τα νέα άκρα;

Γιατί, προφανώς, θεωρείται αποδεκτό από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση οι κουκουλοφόροι να έχουν αλλάξει πίστα και, από τα τρόλεϊ στην Πατησίων, να καταστρέφουν τις βιτρίνες στην Ερμού.

(Αν δεν θεωρείτο, δεν θα δρούσαν εντελώς ανενόχλητοι. Είναι τόσο απλό.)

Αφού λοιπόν τα όρια δεν βρίσκονται ούτε στον εμπορικότερο δρόμο της χώρας ή, ακόμα πιο πρόσφατα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, πού στην ευχή είναι;

Γιατί κάπου είναι, αυτό είναι σίγουρο.
Στην ανθρώπινη ζωή;
Πρέπει να υπάρξει νεκρός για να αλλάξει κάτι;
Δεν είναι απαραίτητο να το μάθουμε.
Μπορεί να σταθούμε τυχεροί και προηγουμένως να αλλάξει με εκλογές.

Μιχάλης Δεμερτζής

Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου