Σελίδες

Δευτέρα, Αυγούστου 22

Το θεσμικό μας πρόβλημα και η προσωπική μας ευθύνη

Έχοντας χαρακτηρίσει τον τουρισμό τη βαριά βιομηχανία μας, περιμένουμε το καλοκαίρι για να δούμε χρήμα να εισάγεται στην αγορά και, συνεπώς, τα έσοδα του κράτους διά των φόρων να αυξάνονται. Αυτό δηλαδή λέει η λογική, που θέλει την κοινωνία να τηρεί τους νόμους και το κράτος να ελέγχει.

Τώρα βέβαια, πόσο αποτελεσματικοί είναι οι κρατικοί έλεγχοι, αφού πρώτα τους ανακοινώνουμε με τυμπανοκρουσίες σε όλα τα ΜΜΕ, είναι ένα άλλο ζήτημα. Εδώ, το μείζον είναι το ότι η ελληνική κοινωνία είναι εθισμένη στη φοροδιαφυγή.

Έχουμε αναλύσει πολλάκις στο παρελθόν πως το πρόβλημα, το θεμέλιο πολλών δεινών στη χώρα, είναι θεσμικής φύσεως. Η όποια ελληνική νοοτροπία δημιούργησε ένα θεσμικό τοπίο, που οδήγησε με τη σειρά του σε ένα πολιτικό σύστημα με συγκεκριμένες παθογένειες και αμφότεροι, θεσμοί και πολιτική, διαμόρφωσαν και διαιώνισαν την κοινωνική καθημερινή πρακτική.

Όσο κι αν οι φορείς αυτής της πρακτικής (όλοι εμείς) ενδεχομένως θέλουν να την αλλάξουν (λόγω κρίσης ή αμεσότερης επαφής με έξωθεν ορθολογικότερα συστήματα), δεν μπορούν να το πετύχουν εύκολα, εξαιτίας του ισχυροποιημένου και με ασφαλιστικές δικλείδες πλέον θεσμικού περιβάλλοντος. Αν δε οι προαναφερόμενοι φορείς είναι λίγοι, είναι μάλλον αδύνατη η αλλαγή.

Ειδικότερα για την φοροδιαφυγή, δεν είναι τυχαίο πως οι ελληνικές κυβερνήσεις, τα πρώτα έξι χρόνια της κρίσης, είχαν ανοιχτά δύο μεγάλα μέτωπα, το εσωτερικό και το εξωτερικό, μέχρι που το εσωτερικό άρχισε να ελέγχεται, όταν τις αναμενόμενες επεμβάσεις στην αγορά και στο δημόσιο διαδέχθηκε η υπογραφή και η σταδιακή εφαρμογή του τρίτου και πιο «φοροεισπρακτικού» μνημονίου.

Τούτο συνέβη γιατί η κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα στηρίζεται στο τρίπτυχο: Υδροκέφαλο δημόσιο, μη βιώσιμο ασφαλιστικό, κλειστά επαγγέλματα.

Όταν οι συγκεκριμένοι τομείς δεν δέχονται επίθεση, ο Έλληνας δεν ενοχλείται ιδιαίτερα. Ενδεικτικά, τα πρώτα (μετά το τρίτο μνημόνιο) σοβαρά σημάδια κοινωνικής δυσαρέσκειας εμφανίστηκαν με την καταβολή των κομμένων συντάξεων.

Ακόμα λοιπόν κι αν η φορολογία πάει στο 75% για το εισόδημα και στο 40% για το ΦΠΑ, ο Έλληνας πολίτης δεν έχει σοβαρό ζήτημα. Η καθημερινότητά του δεν επηρεάζεται το ίδιο έντονα με τις φορολογικές αυξήσεις, επειδή έχει μάθει να φοροδιαφεύγει εδώ και πολλά χρόνια.

Το παραπάνω φαινόμενο είναι μέρος μίας γενικότερης νοοτροπίας, την οποία διαιωνίζουμε τόσο με τη ψήφο μας, όσο και με τη γενικότερη συμπεριφορά μας.

Με λίγα λόγια, έχουμε βολευτεί υπό τη σκέπη του προαναφερόμενου τρίπτυχου, που εξασφαλίζει την επιβίωση της κρατικοδίαιτης κοινωνίας και ευνοεί τη συνέχεια των συμπαρομαρτουσών παράτυπων ή παράνομων πρακτικών.

Σε κάθε περίπτωση, το «βόλεμα» καθαυτό, εφόσον συντηρείται διαχρονικά από τους κυβερνώντες, μπορεί και να μη θεωρείτο επιλήψιμο, αν δεν οδηγούσε στην καταστροφή.

Επειδή όμως οδηγεί, δεν έχουμε επιλογή από το να «ξεβολευτούμε». Και κάτι τέτοιο αξιώνει από τον καθένα μας την υπέρβαση της περιβάλλουσας θεσμικής αποσάθρωσης.

Οι προσωπικές μας ευθύνες άλλωστε δεν είναι αμελητέες. Το γεγονός ότι πάσχουμε θεσμικά ως χώρα, δεν εκμηδενίζει την ευθύνη του καθενός μας. Αυτή πάντα υπήρχε. Δεν είχε, ωστόσο, το μέγεθος και τη σημασία που απέκτησε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τώρα, οι δικαιολογίες τελείωσαν.

Εν προκειμένω, πόσο νομιμοποιημένος αισθάνεται ο Έλληνας να φοροδιαφεύγει, όταν τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί πως τα μειωμένα δημόσια έσοδα συνεπάγονται ευθέως πίεση στα ασθενέστερα στρώματα, αλλά και -δεδομένης της σχέσης εξάρτησης των ασφαλιστικών ταμείων με το κράτος- μειωμένες συντάξεις;

Λογιστικά, κάτι τέτοιο μπορεί να ίσχυε και παλιότερα. Εντούτοις, τα δανεικά τροφοδοτούσαν ένα άρρωστο σύστημα, μαζί με αυτό επιδόματα και συντάξεις και, μαζί με όλα τα προηγούμενα, την εθελοτυφλία μας.

Και περαιτέρω, πόσο δικαιολογημένος είναι πια ο Έλληνας να αποφασίζει και συγκεκριμένα να ψηφίζει με γνώμονα μόνο τη συντήρηση των κεκτημένων του, όταν κάτι τέτοιο, μετά και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, εν πολλοίς σημαίνει, πρώτον, ψήφος σε ΚΚΕ ή Χρυσή Αυγή και, δεύτερον, μία γενικότερη ανοχή, αν όχι υποστήριξη, στον αντισυστημισμό;

Και, για να μην ξεχάσουμε και την πλέον χαρακτηριστική μας στιγμή σαν λαός, πόσο δικαιολογημένος είναι να ψηφίζει «Όχι» στο δημοψήφισμα, χωρίς να έχει διαβάσει το προς ψήφιση μνημόνιο, την ίδια στιγμή που δηλώνει υπέρμαχος της παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ;

Συμπερασματικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά τα τελευταία χρόνια. Οι προφάσεις τύπου «δεν ήξερα» ή «έτσι κάνουν όλοι» δεν ηχούν το ίδιο με παλιότερα. Όχι, όταν βρισκόμαστε εν τω μέσω μιας τόσο δύσκολης περιόδου.

Στη χώρα όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο, επιβάλλεται όλοι ανεξαιρέτως -και οι πολιτικοί- να σεβόμαστε θεσμούς και νόμους και, όσοι μείναμε στην Ελλάδα, να αποφασίζουμε και να ψηφίζουμε πλέον με γνώμονα το μέλλον των παιδιών μας.

Όσοι δε, τις δύο παραπάνω συνθήκες τις θεωρούν αυτονόητες, θα μπορούσαν να μεταδώσουν την υπευθυνότητά τους, ενεργοποιούμενοι πολιτικά, όχι κατ’ ανάγκην μέσα από τα υπάρχοντα κόμματα. Υπάρχουν μέσα, υπάρχουν και φορείς, ομάδες, κοινωνικές και πολιτικές, δίκτυα κ.α.

Ας μη μένουν αδρανείς.

Καλό θα κάνουν.

Μιχάλης Δεμερτζής

Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου