Την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός των Οικονομικών πρότεινε δημόσιο διάλογο για το μέλλον της Ευρωζώνης και για τις δυνατότητες της Ελλάδας να παραμείνει σε αυτήν.
Συγκεκριμένα έθεσε ζήτημα, “αν η Ελλάδα μπορεί να επιζήσει σ’ αυτή την Ευρωζώνη”. Μετά, το υπουργείο διέψευσε τη συγκεκριμένη φράση, που, για αυτή την κυβέρνηση, είναι σαν να την επιβεβαίωσε.
Το πραγματικό και συνάμα ρητορικό ερώτημα, βέβαια, είναι αν η Ελλάδα μπορεί να επιζήσει εκτός αυτής και οποιασδήποτε άλλης Ευρωζώνης, αλλά αυτό η συγκυβέρνηση το αποφεύγει, γιατί δεν ακούγεται όμορφα στο εσωτερικό της ακροατήριο.
Απεναντίας, η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού μας μέλλοντος είναι ο εκλογικός θεμέλιος λίθος των δύο κυβερνώντων κομμάτων και, παρότι πάντα επικίνδυνη, θα είχε κάποια μικρή, ελάχιστη δόση λογικής, αν η κυβέρνηση είχε εκλεγεί πριν μία βδομάδα ή η διαπραγμάτευση για το τρίτο μνημόνιο συνεχιζόταν μέχρι τώρα.
Επειδή, όμως, από την υπογραφή του έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος και, στο μεταξύ, η κοινωνία αναζητά την κανονικότητα όπως ο περιπλανώμενος αναζητά νερό στην Σαχάρα, η εμμονή στην αντιευρωπαϊκή ρητορική μπορεί να χαρακτηριστεί αυτοκαταστροφική. Για τη χώρα, το τί θα απογίνουν τα κόμματα που κυβερνούν είναι αδιάφορο.
Πιο συγκεκριμένα, το κλίμα που δημιουργείται εν όψει της ερχόμενης αξιολόγησης μόνο ζημία μπορεί να επιφέρει, αφού είναι πλέον διαπιστωμένο πως ο λαϊκισμός πριν από το κλείσιμο μιας αξιολόγησης, δυσχεραίνει την εφαρμογή της αμέσως μετά, χωρίς ποτέ να αφήνει αλώβητη την κυβέρνηση από το πολιτικό κόστος.
Το βασικότερο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, προς αποκατάσταση της κανονικότητας, είναι πως έχουμε συμφωνήσει μετά της υπογραφής μας, σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα με τους εταίρους και τους δανειστές.
Δεν ομιλούμε μόνο για τις συμβατικές μας υποχρεώσεις ως μέλος της ΕΕ, οι οποίες έχουν συμφωνηθεί πριν αρκετά χρόνια, αλλά για εκείνες που έχει επικυρώσει η τρέχουσα κυβέρνηση. Το να σφυρίζει αδιάφορα η ίδια αυτή κυβέρνηση, εγγυάται τη παραμονή μας στα στάσιμα νερά της ύφεσης, ελλείψει αξιοπιστίας.
Και το σημαντικότερο δεν είναι απλά η αθέτηση συμφωνηθέντων. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα κυρίαρχο κράτος αλλάζει στάση και αγνοεί συμβάσεις. Το πιο σημαντικό είναι πως η χώρα, από τον τρόπο που αμφισβητεί την υπογραφή της, φαίνεται να επιδιώκει να χαρακτηριστεί αναξιόπιστη, ωσάν να αγνοεί το ίδιο της το συμφέρον.
Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, η Ελλάδα σταθερά αγνοεί το πλεονέκτημα που της δίνει η συμμετοχή της στο κοινό νόμισμα. Οι κυβερνήσεις της, και ιδιαίτερα η τωρινή, νομίζουν ότι μπορούν να απειλούν τους ευρωπαίους εταίρους, επειδή εκείνοι επιμένουν να μην μας αφήνουν στο έλεος της χρεοκοπίας. Όπερ σημαίνει ότι έχουμε ερμηνεύσει τελείως λάθος τη σχέση μας, και κατ’ επέκταση το συμβόλαιό μας, μαζί τους.
Καμία σύμβαση δεν είναι επωφελής αν δεν τη σεβαστείς, ακόμα κι αν οι όροι είναι σκανδαλωδώς ευνοϊκοί. Αν δεν τηρείς το δικό σου μέρος της συμφωνίας, το συμβόλαιο πάντα θα γίνεται επαχθές.
Επίσης, εάν ως χώρα αποφασίσαμε ξαφνικά ότι κάποια σημεία του μνημονίου δεν μας εξυπηρετούν, οφείλουμε να προχωρήσουμε στην αμφισβήτησή τους, αφού, πρώτον, εφαρμόσουμε εκείνα που μας εξυπηρετούν και, δεύτερον, αντιπροτείνουμε ρεαλιστικές εναλλακτικές.
Εμείς, αντιθέτως, στρέφουμε εναντίον μας ολόκληρες τις συμβάσεις που έχουμε συνάψει και, όταν τις συζητάμε εκ νέου, προτιμούμε, αντί να εισφέρουμε ουσιαστικές προτάσεις, να κρυβόμαστε πίσω από κόκκινες γραμμές.
Στο μεταξύ, αν αγνοούμε σταθερά, για επτά και πλέον έτη, τις υποχρεώσεις μας, καμία γραμμή κανενός χρώματος δεν έχει βαρύτητα.
Όσο για το πάγιο αίτημά μας, την ελάφρυνση του χρέους, είναι ελάσσονος σημασίας. Ούτε καν ο μηδενισμός του δεν θα βελτίωνε τη θέση μας διεθνώς.
Αυτό που επείγει είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας μας.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου