Το θέμα του μήνα που πέρασε ήταν τα σκουπίδια ή αλλιώς, οι απεργιακές κινητοποιήσεις των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης με αίτημα τη μόνιμη εργασία.
Το ζήτημα από κοινωνική και πολιτική άποψη δεν είναι απλό. Οι υπάλληλοι αισθάνονται εξαπατημένοι, οι κυβερνώντες προσπαθούν να ικανοποιήσουν το εκλογικό τους κοινό, οι εταίροι δεν τους αφήνουν, η αντιπολίτευση κατηγορεί, οι τοπικοί άρχοντες δυσκολεύονται να αναλάβουν πρωτοβουλία και άλλα…
Όλοι έχουν δίκιο και όλοι έχουν άδικο, εξαρτάται από ποια πλευρά θα το δει κανείς… Γενικά, διάθεση να υπάρχει και η κουβέντα μπορεί να κρατήσει καιρό.
Εκτός κι αν βάλουμε κάποιες αυτονόητες (θεωρητικά) προτεραιότητες:
Τα σκουπίδια πρέπει να μαζευτούν.
Το ότι αυτό πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα δεν έχει σχέση με ζητήματα υγιεινής ή καύσωνα, αλλά αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι- των υπαλλήλων που διαμαρτύρονται συμπεριλαμβανομένων- ανήκουν σε κάποιο δήμο ή σε κάποια κοινότητα και πληρώνουν τα ανάλογα τέλη για να μαζεύονται στην ώρα τους τα σκουπίδια.
Από αυτή την άποψη, του δημότη δηλαδή, το θέμα είναι γελοιωδώς απλό.
Ειδικά αν δούμε τον βαθμό αυτονομίας των ΟΤΑ στη χώρα μας, ο Δήμος υπάρχει για να μεριμνά να μη γεμίζει ο τόπος σκουπίδια. Αν δεν το κάνει, δεν είναι Δήμος και αν ο δημότης ενδιαφέρεται περισσότερο για τα των συμβασιούχων ή τη δύσκολη θέση των πολιτικών, δεν είναι δημότης.
Από την εν λόγω οπτική, λοιπόν, η απεργία των υπαλλήλων, αν και έχει τη σημασία της, αφορά μία άλλη συζήτηση. Στο μέτρο που το μαγαζί που λέγεται «Δήμος» μπορεί να λειτουργήσει, οφείλει να το κάνει- πάντα στα πλαίσια της νομιμότητας φυσικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, το αν θα ιδιωτικοποιηθεί η αποκομιδή των σκουπιδιών ή αν θα βγουν στο δρόμο κάποιοι λίγοι μόνιμοι ή αν θα προσληφθούν νέοι ή αν θα βγει ο ίδιος ο δήμαρχος να τα μαζέψει, λίγο ενδιαφέρει. Σημασία έχει η λύση του βασικού προβλήματος. Και με τις λύσεις δεν τα πηγαίνουμε καθόλου καλά.
Έχουμε ξαναγράψει ότι αυτό που συμβαίνει με τη χώρα μας είναι ιδιαίτερο.
Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, τα προβλήματα «αποϊδεολογικοποιούνται», προκειμένου να λυθούν. Εκεί, τα κόμματα διατηρούν την ιδεολογική τους ταυτότητα, αλλά αντιμετωπίζουν τα ζητήματα με τρόπο εργαλειακό, αποστασιοποιημένο.
Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: Ιδεολογικοποιείται η μη λύση τους.
Το πολιτικό προσωπικό δεν έχει ως προτεραιότητα τη λύση των ζητημάτων, αλλά τη συντήρηση των εκλογικών του ποσοστών, οπότε μιλάει πολύ για αυτά που δεν κάνει, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ανάποδο.
Για τους Έλληνες πολιτικούς, ο άμεσος τρόπος αντιμετώπισης ενός ζητήματος στην ουσία του κατηγορείται ως «τεχνοκρατικός», αφού, όπου «άμεσα και στην ουσία του» σημαίνει άγνοια για κομματικά ή συνδικαλιστικά συμφέροντα.
Και καθώς στην Ελλάδα η έννοια του λαού είναι ταυτισμένη με το άθροισμα των κομματικών και των ισχυρών συνδικαλιστικών ομάδων, αντί με τον πολίτη/δημότη, σχεδόν ποτέ δεν λύνεται τίποτα.
Τα μνημόνια, ωστόσο, έφεραν τη μεγάλη κρίση στον πληθυσμό των εν λόγω ομάδων. Κι ενώ εκείνες θυμίζουν τα ονόματα και τα κεκτημένα προνόμια των πελατών στους πολιτικούς άρχοντες, οι τελευταίοι δεν είναι πλέον σε θέση να τις ικανοποιήσουν. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που τις ικανοποιούσαν παλαιότερα.
Εξ ου και η κρίση στο πολιτικό σύστημα εν συνόλω. Οι φωνές για «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας», η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις και η αυξημένη ένταση απεργιακών και λοιπών κινητοποιήσεων είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της διάρρηξης της παραπάνω σχέσης.
Αυτό το κενό που έχει δημιουργηθεί, λοιπόν, ανάμεσα σε πολιτικό προσωπικό και κοινωνία, το οποίο, όσο μένει ως έχει, αποτελεί εστία έντασης ανάμεσα στους δύο πόλους (η οποία ένταση τροφοδοτεί την κρίση, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί την ένταση κ. ο. κ.), θα μπορούσε να αναπληρωθεί από τον ιδιωτικό τομέα. Είναι κι εκείνος άλλωστε μία κάποια δεξαμενή ψήφων.
Οτιδήποτε άλλο σαν επιλογή χρειάζεται χρήματα. Πολλά. Που δεν έχουμε…
Το ζήτημα από κοινωνική και πολιτική άποψη δεν είναι απλό. Οι υπάλληλοι αισθάνονται εξαπατημένοι, οι κυβερνώντες προσπαθούν να ικανοποιήσουν το εκλογικό τους κοινό, οι εταίροι δεν τους αφήνουν, η αντιπολίτευση κατηγορεί, οι τοπικοί άρχοντες δυσκολεύονται να αναλάβουν πρωτοβουλία και άλλα…
Όλοι έχουν δίκιο και όλοι έχουν άδικο, εξαρτάται από ποια πλευρά θα το δει κανείς… Γενικά, διάθεση να υπάρχει και η κουβέντα μπορεί να κρατήσει καιρό.
Εκτός κι αν βάλουμε κάποιες αυτονόητες (θεωρητικά) προτεραιότητες:
Τα σκουπίδια πρέπει να μαζευτούν.
Το ότι αυτό πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα δεν έχει σχέση με ζητήματα υγιεινής ή καύσωνα, αλλά αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι- των υπαλλήλων που διαμαρτύρονται συμπεριλαμβανομένων- ανήκουν σε κάποιο δήμο ή σε κάποια κοινότητα και πληρώνουν τα ανάλογα τέλη για να μαζεύονται στην ώρα τους τα σκουπίδια.
Από αυτή την άποψη, του δημότη δηλαδή, το θέμα είναι γελοιωδώς απλό.
Ειδικά αν δούμε τον βαθμό αυτονομίας των ΟΤΑ στη χώρα μας, ο Δήμος υπάρχει για να μεριμνά να μη γεμίζει ο τόπος σκουπίδια. Αν δεν το κάνει, δεν είναι Δήμος και αν ο δημότης ενδιαφέρεται περισσότερο για τα των συμβασιούχων ή τη δύσκολη θέση των πολιτικών, δεν είναι δημότης.
Από την εν λόγω οπτική, λοιπόν, η απεργία των υπαλλήλων, αν και έχει τη σημασία της, αφορά μία άλλη συζήτηση. Στο μέτρο που το μαγαζί που λέγεται «Δήμος» μπορεί να λειτουργήσει, οφείλει να το κάνει- πάντα στα πλαίσια της νομιμότητας φυσικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, το αν θα ιδιωτικοποιηθεί η αποκομιδή των σκουπιδιών ή αν θα βγουν στο δρόμο κάποιοι λίγοι μόνιμοι ή αν θα προσληφθούν νέοι ή αν θα βγει ο ίδιος ο δήμαρχος να τα μαζέψει, λίγο ενδιαφέρει. Σημασία έχει η λύση του βασικού προβλήματος. Και με τις λύσεις δεν τα πηγαίνουμε καθόλου καλά.
Έχουμε ξαναγράψει ότι αυτό που συμβαίνει με τη χώρα μας είναι ιδιαίτερο.
Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, τα προβλήματα «αποϊδεολογικοποιούνται», προκειμένου να λυθούν. Εκεί, τα κόμματα διατηρούν την ιδεολογική τους ταυτότητα, αλλά αντιμετωπίζουν τα ζητήματα με τρόπο εργαλειακό, αποστασιοποιημένο.
Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: Ιδεολογικοποιείται η μη λύση τους.
Το πολιτικό προσωπικό δεν έχει ως προτεραιότητα τη λύση των ζητημάτων, αλλά τη συντήρηση των εκλογικών του ποσοστών, οπότε μιλάει πολύ για αυτά που δεν κάνει, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ανάποδο.
Για τους Έλληνες πολιτικούς, ο άμεσος τρόπος αντιμετώπισης ενός ζητήματος στην ουσία του κατηγορείται ως «τεχνοκρατικός», αφού, όπου «άμεσα και στην ουσία του» σημαίνει άγνοια για κομματικά ή συνδικαλιστικά συμφέροντα.
Και καθώς στην Ελλάδα η έννοια του λαού είναι ταυτισμένη με το άθροισμα των κομματικών και των ισχυρών συνδικαλιστικών ομάδων, αντί με τον πολίτη/δημότη, σχεδόν ποτέ δεν λύνεται τίποτα.
Τα μνημόνια, ωστόσο, έφεραν τη μεγάλη κρίση στον πληθυσμό των εν λόγω ομάδων. Κι ενώ εκείνες θυμίζουν τα ονόματα και τα κεκτημένα προνόμια των πελατών στους πολιτικούς άρχοντες, οι τελευταίοι δεν είναι πλέον σε θέση να τις ικανοποιήσουν. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που τις ικανοποιούσαν παλαιότερα.
Εξ ου και η κρίση στο πολιτικό σύστημα εν συνόλω. Οι φωνές για «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας», η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις και η αυξημένη ένταση απεργιακών και λοιπών κινητοποιήσεων είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της διάρρηξης της παραπάνω σχέσης.
Αυτό το κενό που έχει δημιουργηθεί, λοιπόν, ανάμεσα σε πολιτικό προσωπικό και κοινωνία, το οποίο, όσο μένει ως έχει, αποτελεί εστία έντασης ανάμεσα στους δύο πόλους (η οποία ένταση τροφοδοτεί την κρίση, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί την ένταση κ. ο. κ.), θα μπορούσε να αναπληρωθεί από τον ιδιωτικό τομέα. Είναι κι εκείνος άλλωστε μία κάποια δεξαμενή ψήφων.
Οτιδήποτε άλλο σαν επιλογή χρειάζεται χρήματα. Πολλά. Που δεν έχουμε…
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου