|
Ο Χάρης Βλάδος διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης ενώ διατελεί Πρόεδρος της προσωρινής Διοικούσας της Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής Σύνθεσης |
Η ανάλυση της παρούσας κρίσης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας φαίνεται πως στις περισσότερες προσεγγίσεις της συνεχίζει να εξαντλείται -και, δυστυχώς, να καθηλώνεται, ακόμη κι έως σήμερα- στη λογική των συγκυριακών, πυροσβεστικών «λύσεων».
Παράλληλα, η αδιάλειπτα αγχώδης και «οριακή» αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών φαίνεται πως, δυστυχώς, θέτει διαρκώς σε δεύτερη μοίρα, στην οπτική της οικονομικής πολιτικής της χώρας, τις σημαντικότερες, τις πλέον κρίσιμες διαστάσεις για τη δομική και μακρόπνοη αντιμετώπιση της κρίσης του κοινωνικο-οικονομικού μας συστήματος.
Συγκεκριμένα, στην άρθρωση της πολιτικής εξόδου από την κρίση, έως σήμερα, φαίνεται να αποδίδεται στην πράξη ελάχιστη βαρύτητα στη μικρο-οικονομική (επιχειρηματική) και μεσο-οικονομική (κλαδική, περιφερειακή και τοπική) πτυχή της ύφεσης που βιώνουμε. Σαν να μας απασχολεί αποκλειστικά το να κρατήσουμε τον «ασθενή» (την ελληνική οικονομία) στη ζωή με αποσπασματικές και βραχύπνοες προσπάθειες (αύξηση της φορολογίας, οριζόντιες επιβαρύνσεις, χαράτσια) παραμελώντας συστηματικά -και συχνά επιβαρύνοντας ακόμα- τις επιμέρους οργανικές (κλαδικές και περιφερειακές) και κυτταρικές (επιχειρηματικές) λειτουργίες του. Μα κάτι τέτοιο, εύκολα γίνεται κατανοητό στη μεταφορά μας, δεν μπορεί επ’ ουδενί να οδηγήσει στη γρήγορη έξοδο από την «εντατική». Απλά, κρατά τεχνητά τον ασθενή στη ζωή αδυνατίζοντας, όμως, κλιμακωτά τη συνολική φυσιολογική του κατάσταση και, μαζί, όλες τις προοπτικές ταχείας αποκατάστασης της υγείας του.
Κι όμως, κυρίως στην εστίαση επί αυτών των δύο διαστάσεων (μικρο- και μεσο-οικονομικό επίπεδο) βρίσκεται η αναγκαία βάση για οποιαδήποτε βιώσιμη έξοδο από το σκοτεινό τούνελ που διερχόμαστε. Και μέσα από την επαναπροσέγγιση αυτών των δύο επιπέδων ανάλυσης της οικονομίας μας πρέπει να έρθει, επιτέλους, στο επίκεντρο των συζητήσεών μας το πολυσύνθετο πρόβλημα της αστάθειας, της ρευστότητας, της ατονίας και της αποτρεπτικότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος στη χώρα μας. Τελικά, από αυτήν τη δομική ανεπάρκεια του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στη χώρα μας προκύπτει, αναπαράγεται και θα αναπαράγεται η τραγικά διογκούμενη ανεργία και η μέγγενη των χαμηλών εισοδημάτων: εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματός μας.
Επενδυτική ελκυστικότητα
Κάθε ουσιώδης προσπάθεια με σκοπό το άνοιγμα ενός νέου μονοπατιού ανάπτυξης για την οικονομία μας απαιτεί -και χωρίς καμιά δυνατότητα αναβολής πλέον- τη δραστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της επενδυτικής ελκυστικότητας του παραγωγικού ιστού της χώρας μας. Κι ο διογκούμενος εφιάλτης της ανεργίας μπορεί να ξεπεραστεί διατηρήσιμα και σε μακρόχρονο ορίζοντα μονάχα μέσα σε μια οικονομία που θα διαθέτει ιδιωτικές επιχειρήσεις με ισχυρή προσαρμοστικότητα, επιχειρήσεις οι οποίες θα τολμούν και θα καταφέρνουν να καινοτομούν και να αλλάζουν αποτελεσματικά, αλλά και μιας κοινωνίας εργαζομένων οι οποίοι θα προσφέρουν το προϊόν της εργασίας τους σε όρους υψηλής ποιότητας και ικανοποιητικών αμοιβών.
Στον πυρήνα της προβληματικής της «εξόδου από την κρίση» βρίσκεται αναπότρεπτα το «στοίχημα» της δραστικής ελάφρυνσης από βάρη, της προάσπισης και της καλλιέργειας της υγιούς και προσαρμοστικής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.
Η κοινωνική πληγή της ανεργίας θα μπορέσει να ξεπεραστεί διατηρήσιμα μονάχα μέσα σε μια οικονομία που θα διαθέτει ικανές και «επιθετικές» ιδιωτικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις που θα μπορούν να παράγουν, να επιβιώνουν, να κερδίζουν και να αναπτύσσονται, μέσα στον σύγχρονο, σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό. Και χωρίς τη σύσταση μια συνολικής προοπτικής για την ανάπτυξη υγιών ιδιωτικών επιχειρήσεων «νέας γενιάς», η εργασία στη χώρα μας θα καθίσταται όλο και πιο ανασφαλής, όλο και πιο απεμπλουτισμένη, όλο και πιο κακοπληρωμένη.
Τα κρίσιμα θέματα που οφείλουν να αποτελέσουν το «νέο κέντρο» των αναζητήσεών μας ως κοινωνία, για τη διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση και την πραγματική διασφάλιση της εργασίας στη χώρα μας, συνοψίζονται στα 6 ακόλουθα: