Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων και την αποδοχή τους από τρεις διαφορετικές εκλεγμένες κυβερνήσεις, το αντιμνημόνιο ακόμα ζει και βασιλεύει και τούτο φαίνεται όχι από τις συζητήσεις στα καφενεία, αλλά από την έκφρασή του μέσα από πρόσωπα που ενσαρκώνουν θεσμούς-πυλώνες της δημοκρατίας, όπως ο (τέως πλέον) πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Όταν άνθρωποι που έχουν το ακαδημαϊκό και επαγγελματικό υπόβαθρο ενός κορυφαίου δικαστικού θεωρούν ότι το μνημόνιο προκάλεσε την κρίση και όχι το αντίστροφο, δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από τον μέσο πολίτη.
Δεν μιλούμε για διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν επάνω στην όποια μνημονιακή «συνταγή». Μιλούμε για την άποψη που λέει ότι το κράτος που λέγεται Ελλάδα θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει κανονικά, εν ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία, χωρίς να υπογραφεί ούτε ένα μνημόνιο.
Ενώ λοιπόν το αντιμνημονιακό πολιτικό μπλοκ πήρε την εξουσία το 2015 και πάνω στο εξάμηνο υπέγραψε μνημόνιο, «περνώντας» έτσι σε ένα σημαντικό βαθμό στο κοινό του το αναπόφευκτο του πράγματος, μετά από τρία χρόνια ακούγονται φωνές υψηλού κύρους, υπονομεύοντας τη δύσκολη και μακρά διαδικασία αποδοχής της πραγματικότητας από την κοινωνία.
Εν προκειμένω, στην επιστολή παραίτησης του προέδρου τού ΣτΕ, ξεχωρίζει η εξής παράγραφος:
«Τη στιγμή, όμως, αυτή η σκέψις μου στρέφεται στους απλούς πολίτες, που είναι τα θύματα των μνημονίων και της κλιμακούμενης επικυριαρχίας του οικονομικού παράγοντος επί του θεσμικού, οι αντοχές των οποίων συνεχώς δοκιμάζονται από τα αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα, που λαμβάνονται με την επίκληση του λεγομένου δημοσιονομικού συμφέροντος και που συνεπάγονται υπέρογκες γι αυτούς επιβαρύνσεις, λόγω του σωρευτικού τους χαρακτήρος.»
Το πρόβλημα εδώ, όπως είπαμε, είναι η σχέση αίτιου-αιτιατού που προβάλλεται, μεταξύ, αντιστοίχως, των μνημονίων και των δεινών μας. Για την «επικυριαρχία» του οικονομικού παράγοντα επί του θεσμικού συγκεκριμένα, είναι γεγονός ότι το μνημόνιο ταρακούνησε τους θεσμούς μας, αλλά αυτό συνέβη γιατί οι θεσμοί μας για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την οικονομική μας καταβαράθρωση.
Το να επανέλθουμε σε μία βιώσιμη κατάσταση οικονομικά, δεν συνιστά επικυριαρχία της οικονομίας επί των θεσμών, αλλά συνέχιση της ικανότητας του κράτους να υπάρχει ώστε να υπάρχουν οι θεσμοί. Οι οποίοι θεσμοί, εδώ που τα λέμε, μετά από τις προβλεπόμενες διαδικασίες μπορούν και να αλλάξουν, ενώ ο τρόπος που μαζεύει χρήματα το κράτος (περικοπές δαπανών, αύξηση φορολογίας), όσο κι αν είναι οδυνηρός, δεν αλλάζει και αν υπάρχει τρόπος να αλλάξει, δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα.
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει «λεγόμενο» δημοσιονομικό συμφέρον, υπάρχει πραγματικό συμφέρον και, για να είμαστε ακριβείς, δεν είναι δημοσιονομικό, είναι εθνικό. Αν δεν είναι εθνικά επωφελές να συμμαζέψουμε το κράτος μας, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;
Το πώς θα το συμμαζέψουμε, βέβαια, μπορεί να συζητηθεί. Η υψηλή φορολογία αποδίδει; Η μείωση μισθών στο δημόσιο; Έχουμε να αντιπροτείνουμε κάτι διαφορετικό στα υψηλά πλεονάσματα που υπογράψαμε;
Εκεί ο καθένας μπορεί να διαφωνήσει για το μίγμα της πολιτικής που θα οδηγήσει στη δημοσιονομική ισορροπία, πάντα στα πλαίσια του ρεαλισμού. Αυτή η ισορροπία όμως πρέπει να υπάρχει, ειδικά σε ένα κράτος που δυσκολεύεται να δανειστεί. Δεν είναι ένα «λεγόμενο συμφέρον», είναι η κοινή λογική που λέει σε όλους μας να μην ξοδεύουμε περισσότερα χρήματα από όσα βγάζουμε.
Όσο για τον «σωρευτικό χαρακτήρα» των μέτρων, ναι, είναι αλήθεια πως οι επιβαρύνσεις έπεσαν πολλές και μαζεμένες στους ώμους των Ελλήνων. Ωστόσο, πρόκειται για εκείνη τη συσσώρευση που προκαλείται από τα προβλήματα, όταν τα αγνοείς.
Κι εμείς τα αγνοούσαμε επειδή θεωρούσαμε ότι δεν είναι δική μας ευθύνη, ότι φταίνε άλλοι και ότι οι «απλοί πολίτες», όλοι μας δηλαδή, είναι τα θύματα – και μόνον τα θύματα – της ελληνικής κρίσης, για αυτό και «η σκέψις» τού προέδρου είναι στραμμένη σε όλους εμάς και τις τύχες μας.
Επειδή όμως ζούμε ακόμα σε μία κυρίαρχη χώρα, με κοινοβουλευτική δημοκρατία και κράτος δικαίου, το οποίο μέχρι πρότινος υπηρετούσε και ο πρόεδρος του ΣτΕ, δεν είμαστε μόνο θύματα της μοίρας μας αλλά και δημιουργοί της.
Από το μνημόνιο μπορούμε να φύγουμε αύριο κιόλας. Μπορούμε να διώξουμε τους θεσμούς και να τυπώσουμε δραχμή αν θέλουμε και κανένας δεν θα μπορεί να μας σταματήσει.
Μπορούμε όμως και να αρχίσουμε να διορθώνουμε τα λάθη μας. Και τα μνημόνια μας έδωσαν το χρόνο και τα χρήματα για να μπορέσουμε να το κάνουμε. Κι αν υπάρχουν διαφωνίες ως προς το κατά πόσο οι όροι των μνημονίων ήταν επακριβώς οι αλλαγές που χρειαζόμασταν, μικρή σημασία έχει εφόσον βγούμε από τον ρόλο του αιώνιου θύματος.
Ας κάνουμε από μόνοι μας εκείνες τις αλλαγές που θα εκσυγχρονίσουν την παραγωγή και το κράτος μας, ασχέτως αν προβλέπονται ή όχι από το μνημόνιο, και αν τυχόν οι δανειστές μας μας πουν ότι παραβιάζουμε τη συμφωνία, τότε γινόμαστε αντιμνημονιακοί όλοι μαζί.
Να τις κάνουμε όμως…
Ο Μιχάλης Δεμερτζής είναι Ιδρυτικό Μέλος
και υπεύθυνος του Τομέα Θέσεων της
Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής Σύνθεσης
|
Μπορούμε όμως και να αρχίσουμε να διορθώνουμε τα λάθη μας, αυτό μην το περιμένεις από κανέναν, ούτε από πολιτικο ούτε από πολίτη από καμία παράταξη, φταίνε πάντα κάποιοι άλλοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς, απ' ό,τι φαίνεται, έτσι έχουν τα πράγματα, κ. Συριώτη. Ευχαριστώ θερμά για την ανάγνωση και το σχόλιο.
Διαγραφή