Σε μια προσπάθεια καταμερισμού των ευθυνών για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η χώρα μας και ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος, το ασφαλέστερο είναι να βασιστούμε στη θέση που υποστηρίζει ότι για τα δεινά της Ελλάδας, την ευθύνη έχει η Ελλάδα και για τα δεινά της ΕΕ, την ευθύνη έχει η ίδια η Ένωση.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι απόλυτο. Ιδιαίτερα τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, κανένα κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα δεν αναλύεται επαρκώς, αν δεν ληφθούν υπόψη και εξωγενείς παράγοντες.
Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τα ευρωπαϊκά προβλήματα (είναι ακόμα μέλος της ΕΕ άλλωστε) και, από την άλλη, η ΕΕ έχει κάνει τα δικά της λάθη στην αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος.
Σε επίπεδο πολιτικής, οι ευθύνες της ΕΕ συνοψίζονται επαρκώς στην τοποθέτηση του Γιουνκέρ: «Οι Γερμανοί έδειξαν (σ.σ., στα αρχικά στάδια της κρίσης) τιμωρητική διάθεση απέναντι στην Ελλάδα».
Εδώ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτός φυσικά από τη λανθασμένη προσέγγιση της Γερμανίας στο ελληνικό ζήτημα, παραδέχεται την αποδυνάμωση της Ένωσης.
Η Γερμανία ανέλαβε πρωτοβουλίες αρκετά νωρίς κι έφερε προ τετελεσμένων τους εταίρους της και αυτό το γεγονός- το οποίο βεβαίως δεν απαλλάσσει την Ελλάδα από τις δικές της ευθύνες- συντέλεσε σημαντικά ώστε οι διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν περισσότερο με όρους δύναμης παρά με όρους ενότητας, με ό,τι δυσάρεστο αυτό συνεπάγεται.
Δόθηκε στο κοινό εξ αρχής (και ακόμα περισσότερο, μετά την αποχώρηση Σαρκοζί) η εντύπωση πως το επίπεδο της διαπραγμάτευσης είναι διακρατικό και είναι αλήθεια πως, στο θυμικό του Έλληνα, η Γερμανία ως σύμμαχος βρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα προτίμησης. Σίγουρα πιο κάτω από Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ, ακόμα και Κίνα.
Αυτές οι συνθήκες ευνόησαν τον ευρωσκεπτικισμό και, περαιτέρω, την άνοδο του εθνικολαϊκισμού στη χώρα, ο οποίος με τη σειρά του μας οδηγεί με σιγουριά στο αδιέξοδο.
Ωστόσο, έχοντας ως γνώμονα το συμφέρον της Ελλάδας, οφείλουμε να εξετάσουμε τη σχέση μας με την Ευρώπη, αλλά και με την Γερμανία ειδικότερα, πιο ψύχραιμα, ξεκινώντας από το βασικότερο όλων: Να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη.
Κάνουμε εμείς αυτά που πρέπει;
Η απάντηση είναι ένα ξερό «όχι».
Και, αν τα κάναμε, θα υπήρχε ζήτημα συμμετοχής μας στο δυτικό (ή γερμανικό για κάποιους) κλαμπ, επειδή αιωρείται ένα αόριστο «δεν ταιριάζουμε»;
Γιατί, δεν μπορεί, κάτι σημαίνει το γεγονός πως εδώ και διακόσια χρόνια έχουμε τους ίδιους συμμάχους ως έθνος, από τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία έως τους παγκόσμιους πολέμους και το κοινό νόμισμα. Κι αν σύμμαχοί μας δεν ήταν συγκεκριμένα οι Γερμανοί, ήταν οι Γάλλοι και περίπου όλοι οι υπόλοιποι από τα μέλη της ΕΕ.
Για την ένταση με τους βόρειους εταίρους μας ειδικότερα, από πουθενά δεν προκύπτει ότι έγκειται σε ουσιαστικές διαφορές αξιών- όχι ότι αυτές δεν υπάρχουν- ασχέτως αν εμείς βολευόμαστε ισχυριζόμενοι το αντίθετο.
Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων.
Αποφασίσαμε να συμμετάσχουμε στο πιο αποδοτικό παραγωγικό μοντέλο όλων των εποχών, ακριβώς επειδή έχουμε κοινές αντιλήψεις με τους κοινωνούς του, τουλάχιστον ως προς το τι εστί πρόοδος, και ακόμα αναρωτιόμαστε αν κάναμε καλά, επειδή οι βόρειοι λαοί είναι εντελώς ευθυγραμμισμένοι με το εν λόγω μοντέλο.
Εμείς, από την άλλη, είμαστε ευθυγραμμισμένοι με το παρελθόν. Προτεραιότητά μας είναι οι παραδοσιακές μας δομές και αυτό θα μπορούσε να είναι και πλεονέκτημα, αν η πραγματικότητα ήταν κάτι το στατικό.
Αντιθέτως, ωστόσο, ο κόσμος αλλάζει και, ενώ η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης μας βρήκε από τη σωστή πλευρά, εμείς το ξανασκεφτόμαστε, υπονομεύοντας την αξιοπιστία μας, την ίδια την υπογραφή μας, παριστάνοντας ταυτόχρονα τους έκπληκτους με τη συνέπεια των άλλων. Τουλάχιστον, ας το ξανασκεφτόμασταν με το σωστό τρόπο· λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα.
Δυστυχώς, όμως, η επιμονή μας να μην αλλάξουμε τίποτα στα του οίκου μας είναι τόσο δυνατή, που και το πιο γελοίο αφήγημα βρίσκει εύφορο έδαφος σε αυτό τον τόπο. Αρκεί να επιβεβαιώνει τη θέση μας.
Και όταν το «ζηλεύουν τον ήλιο μας» ή το «μας ψεκάζουν» έχουν απήχηση, το «οι Γερμανοί θέλουν να μας κατακτήσουν» ακούγεται από μόνο του σαν διδακτορική διατριβή.
Ας κάνουμε μία κανονική μεταρρύθμιση, ας αλλάξουμε κάτι πραγματικά, έτσι για δοκιμή, και βλέπουμε πόσο «κατακτημένοι» θα νιώσουμε.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου