Με την αξιολόγηση να μην πηγαίνει πολύ καλά και τα σενάρια για εκλογές να φουντώνουν, η συγκυβέρνηση εμφανώς «ανεβάζει στροφές» επικοινωνιακά. Αναμενόμενο, αν μη τι άλλο.
Επειδή όμως με τη συγκεκριμένη κυβέρνηση τίποτα δεν είναι όπως παλιά, δεν αρκείται στην παροχολογία και στον, καθιερωμένο πια, προεκλογικό μποναμά, αλλά αποπειράται και την αναβίωση της αντιευρωπαϊκής «επανάστασης». Δηλαδή, την ανασυγκρότηση του εθνικολαϊκιστικού μπλοκ, που γνωρίσαμε το καλοκαίρι του ’15 και θέλει ως βασικό συστατικό του το, εδώ και λίγα χρόνια κοινοβουλευτικό, νεοναζιστικό μόρφωμα. Και αυτό είναι πολύ σοβαρότερο από μερικά ευρώ στους συνταξιούχους.
Σε ό,τι αφορά τους φύσει και θέσει εκπροσώπους τού εν Ελλάδι φασισμού λοιπόν, την τελευταία βδομάδα μόνο είχαμε δύο κολακευτικές αναφορές από κυβερνητικά στελέχη, λίγο νωρίτερα μία κοινή ‒υπουργών παρόντων‒ επίσημη εμφάνιση «πατριωτικού» χαρακτήρα και εσχάτως μία (όχι και τόσο) περίεργη σιωπή από μέρους τους απέναντι στον… χουβαρντά με τα ελληνικά νησιά υφυπουργό Παιδείας. Για να μην επεκταθούμε στη γενικότερη ανεκτικότητα που απολαύουν.
Σε αυτή την κυβερνητική προσέγγιση, θύμα δεν είναι απλά η δημοκρατία, γενικώς και αορίστως. Είναι ο καθένας από εμάς. Μαζί και αυτοί που ψήφισαν Χρυσή Αυγή, ακόμα κι αν (κάνουν πως) δεν το γνωρίζουν.
Επειδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα αυταπόδεικτο, να θυμίσουμε ότι αναφερόμαστε σε ένα κόμμα που έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη δολοφονίας (και όχι μόνο), δηλαδή, επισήμως ενστερνίζεται τη βία απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους και, παρεμπιπτόντως, αφού δεν μιλάμε απλά για αναφορά σε ένα καταχωνιασμένο καταστατικό αλλά για επίσημες, δημόσιες τοποθετήσεις, κανένας Έλληνας δεν δικαιούται να πει «δεν ήξερα».