Με το τελευταίο μνημόνιο σε ισχύ, είναι σαφές πως το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής θα γίνει από το σκέλος των εσόδων. Δηλαδή, φόροι και πάλι φόροι.
Επιπλέον, καθώς έχουμε αποδείξει, πρώτον, πως αυτά που ψηφίζουμε στο κοινοβούλιο δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά που εφαρμόζουμε στην αγορά (ούτε καν στο ξεκάθαρο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων) και, δεύτερον, δεν θα προβούμε ποτέ αυτοβούλως σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο μνημόνιο, δεν πρόκειται να δούμε την οικονομία μας να παίρνει ανάσα στο εγγύς μέλλον.
Θα περάσουμε απλά έναν ακόμα όγκο μέτρων, μήπως και επιτευχθεί το απαιτούμενο καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Κάποια θετική επίδραση στην πραγματική αγορά δεν προβλέπεται με αυτά τα δεδομένα.
Εν ολίγοις, η οικονομική ύφεση καλά κρατεί και θα κρατεί για καιρό ακόμα. Και όλα αυτά, εφόσον η επόμενη αξιολόγηση προχωρήσει με σχετική ομαλότητα και κλείσει εγκαίρως.
Από την άλλη, ξέρουμε όλοι πως εδώ και ενάμιση χρόνο, αξιολόγηση και ομαλότητα είναι έννοιες αλληλοαποκλειόμενες.
Η παρούσα κυβέρνηση και πάλι θα προσπαθήσει -ήδη προσπαθεί- να αντισταθεί στις προτάσεις του κουαρτέτου, ωσάν να τιμά το έθιμο, αφού αληθινά επιχειρήματα ακόμα δεν έχουμε ακούσει και ούτε πρόκειται. Προφανώς αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κυβέρνηση προβάλλει αντίσταση, όχι για τα συμφέροντα των Ελλήνων, αλλά για ψηφοθηρικούς λόγους. Αν σκοπός της ήταν το κέρδος της χώρας, θα εξέθετε τα ανεπιθύμητα σημεία των προτάσεων στο δημόσιο διάλογο με σαφήνεια και θα ήταν πιο συζητήσιμη στα υπόλοιπα, αντί να ακούμε γενικώς και αορίστως από υπουργούς για «κόκκινες γραμμές» (πάλι!) στα εργασιακά.