Μετά και την πρόσφατη αποτυχία Ρέντσι, μπορούμε να πούμε πως η μόδα των δημοψηφισμάτων δεν ευνοεί καθόλου την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αντιθέτως, σχεδόν όλα τα δημοψηφίσματα των τελευταίων δύο ετών στην ήπειρο, εξυπηρέτησαν την εθνικολαϊκιστική ατζέντα.
Μεγάλες μάζες πολιτών εξέφρασαν τον (επιλεκτικό) αντισυστημισμό τους και ίσως δεν είναι τυχαίο, ότι, στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, και τα ίδια τα δημοψηφίσματα είναι κατά βάση μία μη συστημική διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση, παραμένει το γεγονός ότι ακροδεξιά και λοιπά ακραία κόμματα κερδίζουν έδαφος με όπλο την άμεση δημοκρατία. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιστορία ειρωνεύεται με τέτοιο τρόπο.
Ο Α. Χίτλερ έκανε τέσσερα δημοψηφίσματα για να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες του κράτους στα χέρια του. Ο Τσάβεζ έκανε δύο το 1999 και από ένα το 2007 και το 2009, όλα για να εγκριθούν συνταγματικές αναθεωρήσεις προς ενίσχυση των εξουσιών του. Γενικά, οι δικτάτορες φαίνεται να τα πηγαίνουν καλά με τα δημοψηφίσματα (βλ. και Ελλάδα).
Ένα πρώτο συμπέρασμα, κατόπιν τούτων, είναι πως πρέπει να είμαστε καχύποπτοι όταν ένα δημοψήφισμα επιβάλλεται άνωθεν. Είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με τις περιπτώσεις κοινωνικής πρωτοβουλίας, όταν δηλαδή κινητοποιείται μια ομάδα πολιτών και, μέσω προβλεπόμενων και θεσμικών διαδικασιών, προκαλεί δημοψήφισμα (βλ. Ελβετία).
Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγο πιο αναλυτικά.
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που τo δημοψήφισμα στην εποχή μας είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Οι δυτικές κοινωνίες είναι ανοικτές, με ρευστά όρια, αλληλοεξαρτώμενες και με την τάση να μεγεθύνονται συνεχώς. Αυτό δεν είναι εκτίμηση. Είναι γεγονός και βασίζεται στη πρόοδο της τεχνολογίας.
Η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, από το τοπικό στο παγκοσμιοποιημένο, έχει δύο πολύ συγκεκριμένες και αλληλοσυνδεόμενες πολιτικές συνέπειες. Πρώτον, μεγαλώνει η απόσταση του ατόμου από τη διακυβέρνηση -με άλλα λόγια, οι επιθυμίες του ατόμου αγγίζουν λιγότερο την κοινωνία και οι στόχοι της τελευταίας αγγίζουν λιγότερο το άτομο- και, δεύτερον, οι κοινωνίες που βρίσκονται σε φάση μεγέθυνσης μειώνουν την πολιτική συμμετοχικότητά τους, στο βαθμό που η διανομή πόρων και ιδεών εντός τους δεν έχει προσαρμοστεί αντιστοίχως.
Η κατάληξη λοιπόν, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις, ήταν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Τουτέστιν, δημιουργήσαμε θεσμούς-διαμεσολαβητές ανάμεσα στους πολίτες και την εξουσία (βουλευτές, τοπικοί φορείς, συνδικαλιστικά σωματεία, ανεξάρτητες αρχές κ.α.) και ανάμεσα στα έθνη (εκλεγμένοι εκπρόσωποι ή διπλωματικές αρχές). Ενδεικτικά, φανταστείτε πόσο παραγωγική θα ήταν η άσκηση εξωτερικής πολιτικής με δημοψηφίσματα.
Η δομή που μόλις περιγράψαμε, με τους διακριτούς και εξειδικευμένους θεσμούς, πολύ δύσκολα συμβαδίζει με το αμεσοδημοκρατικό μοντέλο.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, μπορεί να είναι παραγωγικό το δημοψήφισμα.
Σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να έχει αντίκρισμα για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Τα τοπικά ζητήματα, ωστόσο, δεν αρκούν για να ορίσουν την εθνική πολιτική μιας χώρας. Στην εποχή των κρατών- εθνών, η (περιορισμένου μεγέθους και αυτόνομη) αριστοτελική Πόλη δεν έχει θέση, καλώς ή κακώς.
Υπάρχει βέβαια και η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: Στην Ελβετία, το δημοψήφισμα είναι μέρος του θεσμικού τοπίου. Εκφράζει ως επί το πλείστον το λαϊκό δικαίωμα της αρνησικυρίας και με τα χρόνια έχει αναπτύξει στον πληθυσμό ένα υψηλό αίσθημα πολιτικής ευθύνης (πώς αλλιώς ψηφίζεις ενάντια στον καθορισμό του κατώτατου μισθού στα 3.274 ευρώ;). Και, Δημοκρατία χωρίς Ευθύνη, δεν νοείται.
Για αυτό και στα πολιτεύματά μας επιλέγουμε διαμεσολαβητές. Επιφορτίζουμε συγκεκριμένα άτομα με συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όχι τόσο για να εξασφαλίσουμε τις ορθές αποφάσεις (σίγουρα είναι και αυτός ένας λόγος), αλλά για να ξέρουμε ποιος είναι υπεύθυνος για τι.
Το «σωστό», η ορθότητα μιας απόφασης, πολλές φορές, κρίνεται από την Ιστορία. Η απόδοση της ευθύνης είναι που νομιμοποιεί την απόφαση. Για αυτόν το λόγο ακριβώς τα περιπτωσιακά δημοψηφίσματα δεν είναι παραγωγικά ως προς τη δημοκρατία και τη σταθερότητα. Επειδή εξουδετερώνουν την ευθύνη. Λαμβάνει κατ’ εξαίρεση μία απόφαση ένας λαός, ο οποίος έχει την πολυτέλεια να ζει σε ένα λειτουργικό σύστημα, χωρίς κατ’ ανάγκη να μπαίνει στην ουσία των ζητημάτων, αφού αυτή η δουλειά έχει ανατεθεί στους θεσμούς… Από τον ίδιο αυτό λαό.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, κανείς δεν είπε ότι πρέπει να απαγορευτούν τα εθνικά δημοψηφίσματα. Υπάρχουν και εξαιρετικές καταστάσεις, που αξιώνουν εξαιρετική αντιμετώπιση. Αν πρόκειται όμως να αχρηστεύουμε τους θεσμούς μας, αφαιρούμε από το κράτος την αξιοπιστία του και την ικανότητά του να έχει συνέχεια.
Ούτε ισχυριζόμαστε ότι η άμεση δημοκρατία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Απλά, για την ώρα, είναι μόνο θεωρία. Ίσως κάποτε στο μέλλον, λειτουργήσει. Μπορεί να έρθει η εποχή που η ιδιότητα του πολίτη θα φτάσει στην ολοκλήρωσή της στη μεγάλη κλίμακα (σε αντιδιαστολή με το, μικρής κλίμακας, αρχαιοαθηναϊκό μοντέλο) και τα δημοψηφίσματα δεν θα είναι η εξαίρεση, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι ενός πολιτεύματος, κατά το οποίο η κοινωνία και η εξουσία θα ταυτίζονται και οι απρόσωποι θεσμοί θα έχουν δώσει τη θέση τους στην αυτόβουλη υπηρεσία των πολιτών στο σύστημα. Έτσι, η ευθύνη τους (των πολιτών) θα τεκμαίρεται από την άμεση εμπλοκή τους στα ζητήματα.
Τώρα, ο λαός είναι, κυριολεκτικά, ανεύθυνος. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες είναι χαζοί ή ότι οι πολιτικές αποφάσεις τους είναι καταδικασμένες στο λάθος. Σημαίνει ότι το δημοψήφισμα ενισχύει τη δημοκρατία, στο μέτρο που οι ίδιοι είναι κοινωνικά και πολιτικά ενεργοί και, συνεπώς, ενημερωμένοι. Στο βαθμό που αυτό δεν συμβαίνει, το δημοψήφισμα είναι απλά ένα εργαλείο παράκαμψης των θεσμών.
Δηλαδή, ένας άσος στο μανίκι του δημαγωγού-ηγέτη.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Τέλειος όπως πάντα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ κ. Συριώτη.
Διαγραφή