Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14

Το Τέλος των Αρχηγών

Επαμεινώνδας Κορώνης.
Reader στο Πανεπιστήμιο 
Westminster
και Τομεάρχης Οικονομικού
στην ΕΥ.ΜΕ.ΣΥΝ
Πολλοί καγχάζουν τον πλουραλισμό υποψηφίων για την αρχηγία του υπό διαμόρφωση κεντροαριστερού σχηματισμού. Με τις λιγότερο αναμενόμενες υποψηφιότητες Μανιάτη και Κωνσταντινόπουλου, η εκλογική διαδικασία μπορεί να εξελιχθεί σε ένα πολυμορφικό «άπλωμα» των συμπαθούντων του χώρου ανάμεσα σε πολλές υποψηφιότητες. Και τι πιθανότητες έχει ο Θεοχαρόπουλος, αναρωτιέται κάποιος; Οι ίδιοι σχεδόν κατηγορούν τον Μητσοτάκη ότι δεν ελέγχει το κόμμα δείχνοντας με απαξία προς τις διάφορες ισχυρές κομματικές τάσεις και ρεύματα. Και όμως, αυτές οι μήτρες τάσεων κυοφορούν ως έμβρυο ένα νέο πολιτικό μοντέλο της χώρας, τίκτοντας ελπίζουμε και επιτέλους το τέλος της μεταπολίτευσης (το οποίο ανέβαλε ο ράθυμος Κωστάκης και το αριστερό μετα-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ).

Η ελληνική πολιτική σκηνή, και οι θεατές της, είναι εθισμένη σε λαοπρόβλητους, αυτονόητους και φυσικούς ηγέτες, οι οποίοι είτε κληρονομούν την αρχηγία, είτε την κερδίζουν αυτοκρατορικά, εξαφανίζοντας τους αντιπάλους τους. Όπως διακωμωδεί ο Blackadder στην ομώνυμη σειρά, «ζήτω ο νέος Βασιλιάς, τώρα ας πέσουν τα κεφάλια». Ο κάθε νέος Πρόεδρος κόμματος παραδοσιακά και στην πρώτη ευκαιρία διέγραφε έναν ισχυρό του αντίπαλο. Επειδή μπορούσε. Οι εξαιρέσεις του Σημίτη και του Κυριάκου Μητσοτάκη, νικητές μη προβλέψιμων εσωκομματικών μαχών, δείχνουν ότι η αίσθηση ελέγχου εξυγιαίνει τις πολιτικές συμπεριφορές. Η σύνθεση προκύπτει από την επιβαλλόμενη αίσθηση κομματικού ρεαλισμού, καταπνίγοντας τα αυτοκρατορικά αντανακλαστικά του κάθε αρχηγού. Αλήθεια, όταν ο Κώστας Καραμανλής διέγραφε τον πολυσχιδή και χρήσιμο Γιώργο Σουφλιά, έκανε καλό στο κόμμα και στην χώρα; Όταν ανάγκασε τους πάντες να προσχωρήσουν στο ασαφές δόγμα του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού ποιος κέρδισε;

Δεν είναι μόνο το σύστημα απλής αναλογικής και η εκλογική αριθμητική που επιβάλλουν πλέον την καθιέρωση της πολιτικής σύνθεσης στα κόμματα. Είναι κυρίως η μετεξέλιξη των εθνικών μας διακυβευμάτων σε ερωτήματα χωρίς σαφές ιδεολογικό πρόσημο. Για να απαντηθούν πρέπει να κοπιάσουν πάνω από το ζυμωτήριο ηγέτες και ψηφοφόροι.

Για παράδειγμα. Παρατηρώντας με θλίψη την ευκολία με την οποία νομοθετείται και εφαρμόζεται η φορολογική πολιτική στην χώρα, διαγιγνώσκει κανείς την παθογένεια της μονομέρειας. Καταργώντας την συνταγματικότητα, καταπατώντας τα προσωπικά δεδομένα, λησμονώντας την επιχειρηματική καθημερινότητα η φορολογία αποσκοπεί αποκλειστικά στην είσπραξη του αναγκαίου ζεστού χρήματος. Στο έτος 2017 το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια δεν μπορεί να αποτελεί (και πάλι) αντικείμενο κεντρικού σχεδιασμού, απαιτείται η συζήτηση και η κατανόηση πλείστων ανομοιογενών ζητημάτων. Από την μορφωτική κατάσταση της χώρας και τα οικονομικά των ΑΕΙ, μέχρι τον διεθνή ακαδημαϊκό ανταγωνισμό και την εξέλιξη των επιστημών. Χωρίς σύνθεση, τα φλέγοντα ζητήματα μιας φλεγόμενης χώρας θα «επιλύονται» μονόπλευρα και άκαρπα.

Τα δεκάδες φιλελεύθερα και μεταρρυθμιστικά σχήματα, η Δημιουργία Ξανά!, ακόμα και η πιο λαϊκή δεξιά οφείλει να λειτουργήσει απορροφητικά στην πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Οι κεντροαριστεροί εκσυγχρονιστικοί σχηματισμοί, επίσης εισέρχονται σε μια εποχή όπου η εκλογική συμπόρευση πρέπει να έπεται της ωσμωτικής κάθαρσης. Ακόμα και ο άχρωμος Γιάννης Μανιάτης κάτι θα προσφέρει διαλεκτικά προτού «χάσει» τις εκλογές. Και ο Σταύρος Θεοδωράκης καλείται όχι βέβαια να δηλώσει το παρόν σαν ψηφοδέλτιο, αλλά σαν μια πηγή σκέψης και επιρροής σε έναν φορέα που χρειάζεται ταυτότητα. Δεν είναι περίεργο που τις πολύπλοκες διαδικασίες της ΔΗ.ΣΥ. δεν επικροτεί ο παρ’ ολίγον Έλληνας Τσώρτσιλ, αναζητώντας μάταια την Δουνκέρκη και την μεσσιανική του παρουσία. Θα πρέπει να ανατριχιάζει στην εικόνα του Καμίνη στο τιμόνι ολόκληρης της κεντροαριστεράς.

Σε όλο αυτό το μεταβαλλόμενο σκηνικό, το παράδοξο είναι ότι ο εκ συστάσεως πολυπλόκαμος ΣΥΡΙΖΑ, των τάσεων και συνιστωσών, δείχνει πολύ λιγότερο συνθετικός και ανοιχτός σε ιδεοπολιτικές ζυμώσεις. Οι μέχρι και πέρυσι ισχυρές κομματικές φωνές έχουν σιωπήσει, η κοινοβουλευτική ομάδα πειθαρχεί και η πτέρυγα της δραχμής έχει μετεξελιχθεί σε έναν φορέα καφενειακής, παρά οικονομολογικής ανάλυσης. Η κυβερνητική αριστερά είναι πλέον η πιο παλαιοκομματική και ανόρεχτη πολιτική κίνηση της χώρας. Τα κόμματα που θα προκύψουν στο επόμενο διάστημα πρέπει να της διδάξουν διαλλακτικότητα και σύνθεση. Κάτι αλλάζει, κάτι μας χαμογελά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου