Η ουσιαστικότερη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα κράτη που υπέγραψαν μνημόνιο, είναι η ιδιοκτησία του προγράμματος διάσωσης από τις κυβερνήσεις των τελευταίων.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που μείναμε να κοιτάζουμε χώρες που άλλοτε βρίσκονταν πίσω μας, να μας προσπερνούν σαν σταματημένους.
Οι ευρωπαϊκές μνημονιακές κυβερνήσεις ανέκοψαν την φόρα του εθνικολαϊκισμού, μετατρέποντας μία διεθνή συμφωνία σε κυβερνητικό πρόγραμμα. Έτσι, η αντιμετώπιση του προγράμματος από την εκάστοτε αντιπολίτευση ήταν αναγκαστικά θεσμική.
Δεν επιτίθετο στους ξένους. Ήλεγχε την κυβέρνησή της.
Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικό βήμα διαμόρφωσης ενός πολιτικού περιβάλλοντος συνεργασίας. Τα υπόλοιπα, έρχονται ευκολότερα.
Στο μεταξύ, η άβυσσος χωρίζει την Ελλάδα από τέτοιες καταστάσεις.
Διανύουμε τον έβδομο χρόνο οικονομικής- και όχι μόνο- ελληνικής κρίσης και η κυβερνώσα παράταξη θεωρεί παραγωγικό να συντηρεί τη κουβέντα περί άδικης εισόδου της χώρας στο μνημόνιο, με αφορμή τη δικαστική παραπομπή του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ.
Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός ετοιμάζεται για την καθιερωμένη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, με θεματικό άξονα τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.
Εν ολίγοις, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στο αφήγημα που λέει πως φταίνε άλλοι για τα προβλήματά μας. Πως υποφέρουμε επειδή κάποιος «μαγείρεψε» τα στατιστικά και επειδή οι ξένοι μας έπιασαν κορόιδο.
Μετά από τόσα χρόνια ύφεσης, μία μεγάλη μερίδα του πολιτικού προσωπικού της χώρας δεν αφήνει την κοινωνία να απεμπλακεί από την θεωρία που λέει ότι είμαστε ξεχωριστοί.
Ότι μας έχουν βάλει στο μάτι και θα ήμασταν μια χαρά αν δεν φούσκωναν κάποιοι κακοί το έλλειμμα, για να μας δανείσουν κάποιοι χειρότεροι και να μας κρατούν υπόδουλους κάποιοι χείριστοι.
Η πρώτη λογική ερώτηση είναι, γιατί να μας το κάνει αυτό ο οποιοσδήποτε;
Δεν είμαστε η πιο πλούσια χώρα.
Δεν είμαστε καν ο πιο επαναστάτης, ο πιο ανυπότακτος λαός για να θέλουν να μας λυγίσουν τα «ξένα κέντρα». Και σε αυτό μας πρόλαβε η Κύπρος, που δοκίμασε τί θα πει Capital Controls ένα χρόνο πριν από εμάς. Είναι απορίας άξιο πώς συνέβη αυτό, αφού είμαστε σίγουροι ότι εμείς έχουμε την αποκλειστικότητα του πειραματόζωου.
Κι όμως είναι ακόμα εν ισχύ η πεποίθηση ότι μπορούσαμε να γλιτώσουμε από το μνημόνιο.
Ας πούμε ότι δεν θα μπαίναμε στο μνημόνιο πρώτοι των πρώτων. Δεν θα μπαίναμε ούτε μετά από την Πορτογαλία; Ούτε μετά την Ιρλανδία; Μετά την Κύπρο;
Πόσο απαρατήρητοι να περάσουμε...;
Έστω ότι φταίει ο δανειστής που κατέστησε υπόλογο τον δανειζόμενο. Εξαιρετικά προβληματική θέση, αλλά ας δεχθούμε προς στιγμήν ότι οι πονηροί ξένοι μας έδιναν συνεχώς και αδιακρίτως δανεικά για να μας έχουν στο χέρι και, όταν μαζεύτηκαν, μας στρίμωξαν με το μνημόνιο.
Αν σε μια κρίση ηθικής μάς χαρίσουν αύριο όλα τα χρωστούμενα, θα είμαστε εντάξει;
Μήπως είμαστε ένας παράδεισος αξιοκρατίας που τον κρατά πίσω ένα παράνομο, απεχθές και επονείδιστο χρέος;
Ένας συνδυασμός Σουηδίας και Γερμανίας του Νότου που δεν τον αφήνουν να ανθίσει;
Αν το σκεφτούμε στα σοβαρά, είναι φοβερό πως ακόμα, εφτά χρόνια μετά, αρνούμαστε να παραδεχτούμε πως έχουμε πρόβλημα.
Όσο και αν πολλοί Έλληνες βλέπουν σχεδόν τα πάντα να πηγαίνουν στραβά και ουκ ολίγοι παραδέχονται πως υπεύθυνοι είμαστε εμείς οι ίδιοι, από τη στιγμή που η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν υιοθετεί το πρόγραμμα διάσωσης στο σύνολό του, επισήμως δεν δεχόμαστε πως πρέπει να αλλάξουμε σαν χώρα.
Και θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δικαιολογία διαθέσιμη προκειμένου να μην το δεχθούμε. Αμφισβητήσιμη στατιστική, γερμανικές αποζημιώσεις, λάθη προτεραιοτήτων στα μνημόνια κ.α.
Έχουμε πειστεί πως η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μάς δίνει το δικαίωμα να δηλώνουμε ανεύθυνοι. Να περιμένουμε να καταρτίσουν άλλοι το σχέδιο της σωτηρίας μας, ώστε να μπορούμε να τους κατηγορούμε για αντιλαϊκά μέτρα, αξιώνοντας παράλληλα από τους ίδιους τη χρηματοδότηση του κρατισμού μας και, εν τέλει, της πορείας μας προς την άτακτη χρεοκοπία.
Με αυτή τη λογική, δεν έχει σημασία ποιες και πόσες θυσίες θα κάνουμε. Όλες χάνονται μέσα στις δικαιολογίες της αδράνειάς μας.
Στην αντίπερα όχθη, υπάρχει η λογική της δραστηριοποίησης και της ανάληψης ευθυνών. Έχουμε ξαναπεί πως, άπαξ και θέσουμε εαυτούς ιδιοκτήτες του συμφωνημένου προγράμματος, νομιμοποιούμαστε να βάλουμε τις δικές μας προτεραιότητες, καθώς οι βαθιές τομές που χρειάζεται η χώρα ξεπερνούν τους όποιους λογιστικούς στόχους του τελευταίου μνημονίου.
Εάν θέλουμε οι θυσίες μας να πιάσουν τόπο, πρέπει να επικεντρωθούμε στα κενά που αφήνουν και να εξετάσουμε πώς θα επενδύσουμε σε αυτά, προκειμένου να ωφεληθούμε όλοι μακροπρόθεσμα.
Έπρεπε ήδη να έχουμε πάρει τις τύχες μας στα χέρια μας. Να συζητάμε τις επόμενες μεταρρυθμίσεις.
Να αρχίσουμε να συνθέτουμε το μέλλον μας.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που μείναμε να κοιτάζουμε χώρες που άλλοτε βρίσκονταν πίσω μας, να μας προσπερνούν σαν σταματημένους.
Οι ευρωπαϊκές μνημονιακές κυβερνήσεις ανέκοψαν την φόρα του εθνικολαϊκισμού, μετατρέποντας μία διεθνή συμφωνία σε κυβερνητικό πρόγραμμα. Έτσι, η αντιμετώπιση του προγράμματος από την εκάστοτε αντιπολίτευση ήταν αναγκαστικά θεσμική.
Δεν επιτίθετο στους ξένους. Ήλεγχε την κυβέρνησή της.
Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικό βήμα διαμόρφωσης ενός πολιτικού περιβάλλοντος συνεργασίας. Τα υπόλοιπα, έρχονται ευκολότερα.
Στο μεταξύ, η άβυσσος χωρίζει την Ελλάδα από τέτοιες καταστάσεις.
Διανύουμε τον έβδομο χρόνο οικονομικής- και όχι μόνο- ελληνικής κρίσης και η κυβερνώσα παράταξη θεωρεί παραγωγικό να συντηρεί τη κουβέντα περί άδικης εισόδου της χώρας στο μνημόνιο, με αφορμή τη δικαστική παραπομπή του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ.
Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός ετοιμάζεται για την καθιερωμένη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, με θεματικό άξονα τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.
Εν ολίγοις, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στο αφήγημα που λέει πως φταίνε άλλοι για τα προβλήματά μας. Πως υποφέρουμε επειδή κάποιος «μαγείρεψε» τα στατιστικά και επειδή οι ξένοι μας έπιασαν κορόιδο.
Μετά από τόσα χρόνια ύφεσης, μία μεγάλη μερίδα του πολιτικού προσωπικού της χώρας δεν αφήνει την κοινωνία να απεμπλακεί από την θεωρία που λέει ότι είμαστε ξεχωριστοί.
Ότι μας έχουν βάλει στο μάτι και θα ήμασταν μια χαρά αν δεν φούσκωναν κάποιοι κακοί το έλλειμμα, για να μας δανείσουν κάποιοι χειρότεροι και να μας κρατούν υπόδουλους κάποιοι χείριστοι.
Η πρώτη λογική ερώτηση είναι, γιατί να μας το κάνει αυτό ο οποιοσδήποτε;
Δεν είμαστε η πιο πλούσια χώρα.
Δεν είμαστε καν ο πιο επαναστάτης, ο πιο ανυπότακτος λαός για να θέλουν να μας λυγίσουν τα «ξένα κέντρα». Και σε αυτό μας πρόλαβε η Κύπρος, που δοκίμασε τί θα πει Capital Controls ένα χρόνο πριν από εμάς. Είναι απορίας άξιο πώς συνέβη αυτό, αφού είμαστε σίγουροι ότι εμείς έχουμε την αποκλειστικότητα του πειραματόζωου.
Κι όμως είναι ακόμα εν ισχύ η πεποίθηση ότι μπορούσαμε να γλιτώσουμε από το μνημόνιο.
Ας πούμε ότι δεν θα μπαίναμε στο μνημόνιο πρώτοι των πρώτων. Δεν θα μπαίναμε ούτε μετά από την Πορτογαλία; Ούτε μετά την Ιρλανδία; Μετά την Κύπρο;
Πόσο απαρατήρητοι να περάσουμε...;
Έστω ότι φταίει ο δανειστής που κατέστησε υπόλογο τον δανειζόμενο. Εξαιρετικά προβληματική θέση, αλλά ας δεχθούμε προς στιγμήν ότι οι πονηροί ξένοι μας έδιναν συνεχώς και αδιακρίτως δανεικά για να μας έχουν στο χέρι και, όταν μαζεύτηκαν, μας στρίμωξαν με το μνημόνιο.
Αν σε μια κρίση ηθικής μάς χαρίσουν αύριο όλα τα χρωστούμενα, θα είμαστε εντάξει;
Μήπως είμαστε ένας παράδεισος αξιοκρατίας που τον κρατά πίσω ένα παράνομο, απεχθές και επονείδιστο χρέος;
Ένας συνδυασμός Σουηδίας και Γερμανίας του Νότου που δεν τον αφήνουν να ανθίσει;
Αν το σκεφτούμε στα σοβαρά, είναι φοβερό πως ακόμα, εφτά χρόνια μετά, αρνούμαστε να παραδεχτούμε πως έχουμε πρόβλημα.
Όσο και αν πολλοί Έλληνες βλέπουν σχεδόν τα πάντα να πηγαίνουν στραβά και ουκ ολίγοι παραδέχονται πως υπεύθυνοι είμαστε εμείς οι ίδιοι, από τη στιγμή που η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν υιοθετεί το πρόγραμμα διάσωσης στο σύνολό του, επισήμως δεν δεχόμαστε πως πρέπει να αλλάξουμε σαν χώρα.
Και θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δικαιολογία διαθέσιμη προκειμένου να μην το δεχθούμε. Αμφισβητήσιμη στατιστική, γερμανικές αποζημιώσεις, λάθη προτεραιοτήτων στα μνημόνια κ.α.
Έχουμε πειστεί πως η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μάς δίνει το δικαίωμα να δηλώνουμε ανεύθυνοι. Να περιμένουμε να καταρτίσουν άλλοι το σχέδιο της σωτηρίας μας, ώστε να μπορούμε να τους κατηγορούμε για αντιλαϊκά μέτρα, αξιώνοντας παράλληλα από τους ίδιους τη χρηματοδότηση του κρατισμού μας και, εν τέλει, της πορείας μας προς την άτακτη χρεοκοπία.
Με αυτή τη λογική, δεν έχει σημασία ποιες και πόσες θυσίες θα κάνουμε. Όλες χάνονται μέσα στις δικαιολογίες της αδράνειάς μας.
Στην αντίπερα όχθη, υπάρχει η λογική της δραστηριοποίησης και της ανάληψης ευθυνών. Έχουμε ξαναπεί πως, άπαξ και θέσουμε εαυτούς ιδιοκτήτες του συμφωνημένου προγράμματος, νομιμοποιούμαστε να βάλουμε τις δικές μας προτεραιότητες, καθώς οι βαθιές τομές που χρειάζεται η χώρα ξεπερνούν τους όποιους λογιστικούς στόχους του τελευταίου μνημονίου.
Εάν θέλουμε οι θυσίες μας να πιάσουν τόπο, πρέπει να επικεντρωθούμε στα κενά που αφήνουν και να εξετάσουμε πώς θα επενδύσουμε σε αυτά, προκειμένου να ωφεληθούμε όλοι μακροπρόθεσμα.
Έπρεπε ήδη να έχουμε πάρει τις τύχες μας στα χέρια μας. Να συζητάμε τις επόμενες μεταρρυθμίσεις.
Να αρχίσουμε να συνθέτουμε το μέλλον μας.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου