Τρίτη, Φεβρουαρίου 27

Αναβάθμιση στη Moody’s, υποβάθμιση στη νοημοσύνη μας

Την προηγούμενη εβδομάδα στη Βουλή, ο πρωθυπουργός της χώρας ανακοίνωσε σε πανηγυρικό τόνο ότι ο οίκος αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας, δηλαδή τον βαθμό εμπιστοσύνης στην οικονομία της, από Caa2 σε B3.

Στη σχετική ανακοίνωση του οίκου αναφέρονται και οι λόγοι της αναβάθμισης, οι οποίοι συνοπτικά είναι, πρώτον, η δημοσιονομική και θεσμική πρόοδος της ελληνικής οικονομίας, δεύτερον, το χαμηλό ρίσκο ανατροπής τής εν λόγω προόδου και τρίτον, η στήριξη από την Ευρωζώνη, βραχυπρόθεσμα με το «μαξιλάρι» ρευστότητας και μακροπρόθεσμα με τις υποσχέσεις περί περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Και, ακριβώς επειδή αυτοί είναι οι λόγοι της αναβάθμισης, η πτώση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων δεν κράτησε πολύ. Δύο μέρες αργότερα, άρχισε να παίρνει ξανά την ανιούσα. Κατ’ αρχάς, πρωτογενώς, η άνοδος της απόδοσης προέκυψε επειδή οι δανειστές οφείλουν να είναι πιο προσεκτικοί από τους οίκους καθώς είναι αυτοί που δίνουν τα χρήματα και, αφετέρου, σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικά περιβάλλον, περισσότερη σημασία από το πού βρίσκεσαι σε σχέση με πριν, έχει το πού βρίσκεσαι σε σχέση με τους υπόλοιπους, γιατί τα λεφτά δεν είναι ανεξάντλητα.
Με άλλα λόγια, καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη επέστρεψε, τα επιτόκια έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν, συνεπώς, παρότι η αναβάθμιση της χώρας μας είναι ευπρόσδεκτη, είναι συνάμα και ανεπαρκής. Και είναι ανεπαρκής γιατί ανεπαρκής είναι και η πρόοδός μας.
Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει αναλύοντας και τους λόγους που προτάσσει η Moody’s για την αναβάθμιση:
Ξεκινώντας από τον τελευταίο όπως τους αναφέραμε παραπάνω, είναι πρόδηλο ότι η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία δεν κερδήθηκε από την ίδια, αλλά από τη στήριξη των ξένων. Κάτι που δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο εσαεί, εκτός κι αν θέλουμε να τους παραδώσουμε τα κλειδιά της εγχώριας παραγωγής.
Για το χαμηλό ρίσκο, η Moody’s αναφέρει συγκεκριμένα «…ενώ η Ελλάδα βρισκόταν σε αντίστοιχο σημείο καμπής στα μέσα του 2014, το ρίσκο ανατροπής ή εκτροχιασμού της δημοσιονομικής και οικονομικής προόδου που έχει επιτευχθεί είναι σημαντικά χαμηλότερο…» και έχει δίκιο, αφού το 2014 η τότε αντιπολίτευση που ερχόταν με φόρα, ανέβαζε το ρίσκο για ανατροπή στα ύψη. Τώρα υπάρχει υπεύθυνη αντιπολίτευση και, παρότι ακόμη δεν έχουμε εφαρμόσει ένα ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, ο όποιος κίνδυνος που θα οδηγούσε σε πιστωτικό γεγονός εξισορροπείται από την προαναφερθείσα έξωθεν στήριξη.

Για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, που είναι και το σοβαρότερο σημείο, η Moody’s την τοποθετεί στα ίδια επίπεδα με το 2014, αλλά μόνο στο δημοσιονομικό και το θεσμικό κομμάτι. Υπάρχει και το επενδυτικό, που συνδέεται με το θεσμικό (στο οποίο, εδώ που τα λέμε, η πρόοδός μας είναι υποτυπώδης), και εκεί αυτή τη στιγμή είμαστε χειρότερα από το 2014. Το γιατί οι οίκοι αξιολόγησης μας βαθμολογούν τώρα όπως το 2014, το ξέρουν οι ίδιοι. Ίσως δίνουν περισσότερο βάρος στην υπεύθυνη αντιπολίτευση και στη στήριξη της Ευρωζώνης.
Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο ότι ως επενδυτικός προορισμός η χώρα μας είναι απωθητική και ότι η οικονομία μας δεν πρόκειται ποτέ να ανακάμψει, αν δεν μπορέσουμε να μετατρέψουμε έστω τις ελληνικές αποταμιεύσεις σε έστω μικρές επενδύσεις (το ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος που επενδύεται στην οικονομία είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ), με ή χωρίς τη συνδρομή των ελληνικών τραπεζών. Αυτές δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την αγορά, τουλάχιστον μέχρι να πάρει απόφαση η ελληνική κυβέρνηση να διασφαλίσει την ομαλή (και, υπό τις παρούσες συνθήκες, μαζική) διεξαγωγή πλειστηριασμών. Και υπάρχει πάντα και η μικρή ενοχλητική λεπτομέρεια που λέγεται Capital Control. Για επενδύσεις από το εξωτερικό, δε, ούτε λόγος.
Επίσης, με την φορολογία σαφώς σε υψηλότερα επίπεδα από το 2014, όλος ο αγώνας του ιδιωτικού τομέα γίνεται μισθοί του Δημοσίου, συντάξεις και επιδόματα. Οπωσδήποτε οι υποχρεώσεις του κράτους πρέπει να πληρώνονται, αλλά θα μπορούσαν να μην συμπεριλαμβάνονται σε αυτές εορταστικοί μποναμάδες και περίπου 25 χιλιάδες επιπλέον άτομα στο μισθολόγιο, σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις. («Μετριοπαθείς», γιατί, ναι, δεν έχουμε μετρήσει ακόμα ακριβώς όλους τους εργαζόμενους του Δημοσίου.)
Όσο για τον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα, ολόκληρο μνημόνιο έχει ψηφιστεί στην ελληνική Βουλή και για κάποιο περίεργο λόγο, μόνο τα εισπρακτικά μέτρα εφαρμόζονται κανονικά. Οι εγκύκλιοι που αφορούν σε τρόπους περιορισμού της γραφειοκρατίας (π.χ. απλοποίηση της διαδικασίας για έναρξη επιχείρησης) δεν έχουν φτάσει ποτέ στις αρμόδιες υπηρεσίες, η απελευθέρωση κάποιων τομέων της οικονομίας ή επαγγελμάτων δεν γίνεται ποτέ ολοκληρωμένα (ακόμα και στο πολυσυζητημένο «άνοιγμα» των φαρμακείων) και κάποια καθαρά εξυγιαντικά μέτρα παραμένουν θεωρίες, όπως π.χ. οι δασικοί χάρτες.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι να απορεί κανείς για τις κυβερνητικές θριαμβολογίες, λες και όλα πηγαίνουν τέλεια.
Τα πανηγύρια δεν δικαιολογούνται ακόμα κι αν πήγαιναν απλώς καλά. Το διεθνές περιβάλλον είναι πολύ ανταγωνιστικό και εμείς υποτίθεται ότι ανήκουμε στον ανεπτυγμένο κόσμο. Είμαστε απογοητευτικοί σε τομείς όπως οι άμεσες επενδύσεις, η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου, η τεχνολογία και η καινοτομία και αν δεν μεταρρυθμιστούμε αναλόγως, πάντα οι γύρω μας θα δανείζονται φθηνότερα, αναπτύσσοντας εαυτούς από όλες τις απόψεις, ενώ εμείς θα μένουμε πίσω.
Κάτι που σημαίνει, όχι ότι θα παραμείνουμε απλά όπως είμαστε τώρα, αλλά ότι το βιοτικό επίπεδό μας θα χειροτερεύσει, γιατί δεν θα μπορούμε να το χρηματοδοτήσουμε· ακόμα κι αυτό το επίπεδο που έχουμε τώρα, εν καιρώ κρίσης. Ο λόγος που το κρατάμε είναι ουσιαστικά η έξωθεν στήριξη, η οποία έχει ημερομηνία λήξης. Για την ακρίβεια, λήγει τον ερχόμενο Αύγουστο και η κυβέρνησή μας πανηγυρίζει και για αυτό.
Η αισιοδοξία είναι καλή και χρειάζεται, αλλά πάντα γνωρίζοντας πού βρισκόμαστε και ότι έχουμε βουνό ακόμα να ανέβουμε.
Από αυταπάτες χορτάσαμε…

Ο Μιχάλης Δεμερτζής είναι Ιδρυτικό Μέλος
και υπεύθυνος του Τομέα Θέσεων της
Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής Σύνθεσης


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου