Αν κάτι διαπιστώσαμε τα χρόνια της κρίσης, είναι πως, εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, έχουμε σοβαρό ζήτημα προτεραιοτήτων. Πριν από τον πολίτη, έρχεται το κόμμα• πριν από τον καταναλωτή, ο επαγγελματίας. Ως αντίστοιχα αποτελέσματα, προέκυψαν ένα νοσηρό κοινωνικό- πολιτικό περιβάλλον και μία δυσκίνητη και μη ανταγωνιστική αγορά.
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι αντιλαμβάνονται καταρχήν ως χρέος τους να είναι όλος ο κόσμος ευχαριστημένος. Αυτό από μόνο του δεν είναι βεβαίως κάτι το επιλήψιμο. Το αντίθετο. Το μετουσιώνουν, ωστόσο, σε πολιτική μέσα από μία άκρως κρατικίστικη, παλαιοκομματική, ρουσφετολογική αντίληψη:
Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Για αυτό δεν τους «πιάνει» τίποτα.
Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Για αυτό σχεδόν όλα τα επαγγέλματα είναι κλειστά, τυπικώς ή ατύπως.
Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι και οι βιομήχανοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Για αυτό και ελέγχονται πλημμελώς.
Τελευταίοι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, που, στο μέτρο του δυνατού, έπρεπε να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι, οπότε προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την ευελιξία των μικρών επιχειρήσεων.
Επειδή όμως το συγκεκριμένο μοντέλο είναι αντιπαραγωγικό, καταλήξαμε να μην είναι ευχαριστημένος κανένας.
Γιατί είναι αντιπαραγωγικό;
Γιατί ποτέ κανένας δεν νομοθέτησε για τον καταναλωτή.
Και, όταν είναι ευχαριστημένος ο καταναλωτής είναι ευχαριστημένοι όλοι, γιατί όλοι οι παραπάνω είναι πρωτίστως καταναλωτές. Αυτή είναι η ιδιότητα που ορίζει το επίπεδο διαβίωσής τους.
Τούτο, το ελληνικό σύστημα στο σύνολό του το αγνοεί και, αντ’ αυτού, νομοθετεί για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά, χτίζοντας έναν νομικό λαβύρινθο, όπου εμφιλοχωρεί η διαφθορά και ευνοείται η αδιαφάνεια (το γεγονός ότι έχουμε μία μεγάλη παραοικονομία έχει άμεση σχέση με αυτό), και δημιουργώντας μία αγορά εντελώς στατική.
Και, επειδή η κρίση καλλιεργεί τον φόβο, αντί να πέσουν οι φράκτες, ώστε η οικονομία να λειτουργεί ενιαία και με επίκεντρο τις καταναλωτικές μας ανάγκες, ο προστατευτισμός καλά κρατεί και, σε περιπτώσεις, ενισχύεται.
Είναι κατανοητά τα φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, ωστόσο, η ανάκαμψη βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Αρκεί να σκεφτούμε πως ο καταναλωτής ευνοεί συνήθως το φθηνό προϊόν, τη στιγμή που, με την τρέχουσα ανελαστικότητα της αγοράς (κλειστά επαγγέλματα, ανύπαρκτη σύνδεση παραγωγικότητας- αμοιβής κτλ.), κρατάμε τις τιμές στα προϊόντα μας αμείωτες και, επιπλέον, την ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη.
Υπάρχει διάχυτη στο ελληνικό κοινό η λανθασμένη αίσθηση ότι όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα ζήτημα ιδεολογικό. Την κατάσταση, δε, επιδεινώνει ο κυβερνητικός λαϊκισμός που σε λίγο θα κολλήσει την ταμπέλα του νεοφιλελευθερισμού και στο κοινό κρυολόγημα.
Ιδεολογικό περιεχόμενο μπορεί να έχει η συζήτηση για την Παιδεία. Όχι οι βασικές αλήθειες του τρόπου που λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος.
Ιδεολογικό περιεχόμενο σαφώς μπορεί να έχουν και ζητήματα που αφορούν στην αγορά. Το πώς θα πάρει μπρος η ελληνική οικονομία όμως, αφ’ ης στιγμής έχουν προ πολλού εντοπιστεί οι στρεβλώσεις, είναι πριν και πάνω από όλα ζήτημα κοινής λογικής.
Είναι πανθομολογούμενο πως το κράτος είναι άρρωστο, όπερ σημαίνει πως η μείωσή του είναι επιβεβλημένη. Οι παρεμβάσεις του στην οικονομία δεν πρέπει να είναι προνομιακές, αλλά ρυθμιστικές και περιορισμένες, ώστε η αγορά να λειτουργεί σύμφωνα με τις βασικές αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, να συμβαδίζει με τον καταναλωτή.
Στη χώρα όπου η πραγματικότητα χάνει καθημερινά τη μάχη από την ιδεολογία, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι κάτι τέτοιο δεν συνδέεται με την απόσυρση της κοινωνικής πρόνοιας.
Αν υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει πως το κράτος πρέπει να εξαφανιστεί και να αφεθούν οι φτωχοί και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι στην τύχη τους, έχει σοβαρό πρόβλημα και χρειάζεται βοήθεια.
Όπως σοβαρό πρόβλημα έχει και όποιος θεωρεί παράλογο να προσαρμόσουμε τις ζωές μας με βάση τις κοινές μας ανάγκες. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτές οι ανάγκες εξυπηρετούνται καλύτερα, εφόσον σημείο αναφοράς γίνει ο καταναλωτής.
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι αντιλαμβάνονται καταρχήν ως χρέος τους να είναι όλος ο κόσμος ευχαριστημένος. Αυτό από μόνο του δεν είναι βεβαίως κάτι το επιλήψιμο. Το αντίθετο. Το μετουσιώνουν, ωστόσο, σε πολιτική μέσα από μία άκρως κρατικίστικη, παλαιοκομματική, ρουσφετολογική αντίληψη:
Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Για αυτό δεν τους «πιάνει» τίποτα.
Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Για αυτό σχεδόν όλα τα επαγγέλματα είναι κλειστά, τυπικώς ή ατύπως.
Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι και οι βιομήχανοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Για αυτό και ελέγχονται πλημμελώς.
Τελευταίοι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, που, στο μέτρο του δυνατού, έπρεπε να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι, οπότε προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την ευελιξία των μικρών επιχειρήσεων.
Επειδή όμως το συγκεκριμένο μοντέλο είναι αντιπαραγωγικό, καταλήξαμε να μην είναι ευχαριστημένος κανένας.
Γιατί είναι αντιπαραγωγικό;
Γιατί ποτέ κανένας δεν νομοθέτησε για τον καταναλωτή.
Και, όταν είναι ευχαριστημένος ο καταναλωτής είναι ευχαριστημένοι όλοι, γιατί όλοι οι παραπάνω είναι πρωτίστως καταναλωτές. Αυτή είναι η ιδιότητα που ορίζει το επίπεδο διαβίωσής τους.
Τούτο, το ελληνικό σύστημα στο σύνολό του το αγνοεί και, αντ’ αυτού, νομοθετεί για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά, χτίζοντας έναν νομικό λαβύρινθο, όπου εμφιλοχωρεί η διαφθορά και ευνοείται η αδιαφάνεια (το γεγονός ότι έχουμε μία μεγάλη παραοικονομία έχει άμεση σχέση με αυτό), και δημιουργώντας μία αγορά εντελώς στατική.
Και, επειδή η κρίση καλλιεργεί τον φόβο, αντί να πέσουν οι φράκτες, ώστε η οικονομία να λειτουργεί ενιαία και με επίκεντρο τις καταναλωτικές μας ανάγκες, ο προστατευτισμός καλά κρατεί και, σε περιπτώσεις, ενισχύεται.
Είναι κατανοητά τα φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, ωστόσο, η ανάκαμψη βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Αρκεί να σκεφτούμε πως ο καταναλωτής ευνοεί συνήθως το φθηνό προϊόν, τη στιγμή που, με την τρέχουσα ανελαστικότητα της αγοράς (κλειστά επαγγέλματα, ανύπαρκτη σύνδεση παραγωγικότητας- αμοιβής κτλ.), κρατάμε τις τιμές στα προϊόντα μας αμείωτες και, επιπλέον, την ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη.
Υπάρχει διάχυτη στο ελληνικό κοινό η λανθασμένη αίσθηση ότι όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα ζήτημα ιδεολογικό. Την κατάσταση, δε, επιδεινώνει ο κυβερνητικός λαϊκισμός που σε λίγο θα κολλήσει την ταμπέλα του νεοφιλελευθερισμού και στο κοινό κρυολόγημα.
Ιδεολογικό περιεχόμενο μπορεί να έχει η συζήτηση για την Παιδεία. Όχι οι βασικές αλήθειες του τρόπου που λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος.
Ιδεολογικό περιεχόμενο σαφώς μπορεί να έχουν και ζητήματα που αφορούν στην αγορά. Το πώς θα πάρει μπρος η ελληνική οικονομία όμως, αφ’ ης στιγμής έχουν προ πολλού εντοπιστεί οι στρεβλώσεις, είναι πριν και πάνω από όλα ζήτημα κοινής λογικής.
Είναι πανθομολογούμενο πως το κράτος είναι άρρωστο, όπερ σημαίνει πως η μείωσή του είναι επιβεβλημένη. Οι παρεμβάσεις του στην οικονομία δεν πρέπει να είναι προνομιακές, αλλά ρυθμιστικές και περιορισμένες, ώστε η αγορά να λειτουργεί σύμφωνα με τις βασικές αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, να συμβαδίζει με τον καταναλωτή.
Στη χώρα όπου η πραγματικότητα χάνει καθημερινά τη μάχη από την ιδεολογία, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι κάτι τέτοιο δεν συνδέεται με την απόσυρση της κοινωνικής πρόνοιας.
Αν υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει πως το κράτος πρέπει να εξαφανιστεί και να αφεθούν οι φτωχοί και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι στην τύχη τους, έχει σοβαρό πρόβλημα και χρειάζεται βοήθεια.
Όπως σοβαρό πρόβλημα έχει και όποιος θεωρεί παράλογο να προσαρμόσουμε τις ζωές μας με βάση τις κοινές μας ανάγκες. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτές οι ανάγκες εξυπηρετούνται καλύτερα, εφόσον σημείο αναφοράς γίνει ο καταναλωτής.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου