Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε την επέτειο του «Όχι» και το έπος του ελληνοϊταλικού πολέμου. Εκείνο το «Όχι» καταγράφηκε στη συνείδηση του λαού μας, δικαίως, ως πράξη ηρωική. Η οποία όμως, μετέπειτα, δεν έμεινε «αμόλυντη» από την καπήλευση.
Ακραίες λαϊκίστικες φωνές, διανθισμένες με εθνικιστικές κορώνες, χρησιμοποίησαν το εμβληματικό «Όχι» το καλοκαίρι του 2015, για να δημαγωγήσουν.
Αντιθέτως, οι διεθνείς συνθήκες, σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα, δεν παρέπεμπαν στο έπος του ‘40, αλλά στη Μικρασιατική Καταστροφή, όπου και τότε το μότο των κυβερνώντων μας προς τους συμμάχους ήταν «δανείστε μας, αλλιώς αυτοκτονούμε».
Η πλειοψηφία, λοιπόν, έσπευσε πέρυσι: Όχι είπαμε τότε, όχι να πούμε και τώρα. Τόσο απλά, τόσο απλοϊκά. Εάν το σκεφτούμε πιο καθαρά, είναι απορίας άξιο, πώς με τέτοιες αναφορές, το «Όχι» του δημοψηφίσματος δεν πήρε 95%.
Αποδείχθηκε ότι, ως λαός, το «Όχι» μας νοιάζει κι ας είναι κι από κάρβουνο. Το ότι κατά το έπος του ΄40 ήταν η τελευταία φορά που το έθνος μας παρουσιάστηκε ενωμένο και ομοιογενές, ποσώς μας ενδιαφέρει. Κατακερματισμένη η κοινωνία πριν από αυτό, κατακερματισμένη και μετά. Και όποτε νομίζαμε ότι «κάτι άρχισε να γίνεται», ότι ο λαός φαίνεται να συσπειρώνεται υπό ένα (παπανδρεϊκό) όραμα, μια ιδέα, χτυπήσαμε σε τοίχο.
Το μοντέλο που επικράτησε από τότε, όταν και τα κόμματα άρχισαν να μαζικοποιούνται, είναι μία ελληνική συλλογικότητα ακρωτηριασμένη και κομματοκρατική, καθώς, τόσο ο πολίτης, όσο και το κράτος, εκφράζονται μέσα από τα κόμματα, με κέντρο όχι τον πολίτη ούτε το κράτος, αλλά το Κόμμα.
Αυτή η κομματοκρατία, εκτός του ότι έχει λεηλατήσει την κοινωνία, στερείται και η ίδια ουσιαστικού, κινητήριου πολιτικού λόγου και δικαιολογεί την ύπαρξή της σε πολώσεις ιδεοσχηματικές και προσωποκεντρικές.
Οι πολίτες που αναγνωρίζουν το πρόβλημα, δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Μπορούν όμως να κάνουν κάτι και αυτό είναι καλύτερο από το τίποτα. Το «κάτι» δεν μπορεί να είναι ακόμα ένα στείρο «Όχι», δηλαδή η τυφλή αντίσταση στο σύστημα, καθώς έχει αποδειχθεί επιζήμια.
Η κομματοκρατία, με θεσμικό τρόπο, μπορεί να φθαρεί μόνο μέσα από ευρείες συνεργασίες κομμάτων, όπως συμβαίνει σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Είναι δεδομένο πως μία τέτοια συνεργασία μπορεί να περιλαμβάνει τις πολιτικές δυνάμεις που διέπονται από σεβασμό στους θεσμούς, εγχώριους και διεθνείς, καθώς τα κόμματα (οφείλουν να) εκπροσωπούν το έθνος και όχι τον συγκυριακά οριζόμενο λαό.
Αν και υπάρχει ένα αόριστο- άρα και εκπεφρασμένο σπασμωδικά και «θολά»- κοινωνικό αίτημα για σύμπνοια του πολιτικού κόσμου, στη πράξη, οι αντιστάσεις των κομμάτων στη συνεργασία μπορούν να καμφθούν μόνο μέσω μίας συνθετικής ρεαλιστικής πρότασης, που θα προέρχεται, αφενός, από συνειδητοποιημένους πολίτες και, αφετέρου, από πολιτικούς με κοινή λογική (απαραίτητο στην Ελλάδα) και διάθεση ουσιαστικών τομών στο πολιτικό σύστημα.
Με άλλα λόγια, εγείρεται η ανάγκη για την ανάδειξη πολιτικών φορέων (όχι κόμματων) με συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες θα αναπτύσσονται γύρω από το κοινό έδαφος των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας, ήτοι, των πολιτών και πολιτικών ασχέτως κομματικής προτίμησης.
Η ενότητα προϋποθέτει Σύνθεση.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου