Τρίτη, Ιανουαρίου 10

Ένας λαός που ψάχνει για «Σώρρες»

Η περίπτωση του Αρτέμη Σώρρα έχει ενδιαφέρον και απασχολεί το πανελλήνιο, όχι τόσο επειδή ένας τύπος ισχυρίζεται ότι έχει μερικά τρις (!), αλλά επειδή βρέθηκαν άνθρωποι που τον ακολουθούν πιστά. Τους ισχυρισμούς τύπου Σώρρα μπορεί να τους ακούσει κανείς και από τον τρελό του χωριού. Ωστόσο, ο τρελός του χωριού δεν έχει οπαδούς να του πληρώνουν τα έξοδα για να κατέβει για βουλευτής.

Αν οι ακόλουθοι του Σώρρα δεν είναι τελείως αφελείς, ώστε να πίστεψαν ότι ο αρχηγός τους έκανε παζάρια με τον πρόεδρο των ΗΠΑ ως πληρεξούσιος του θεού Απόλλωνα, λογικά πίστεψαν τουλάχιστον ότι υπάρχουν κάπου αυτά τα χρήματα. Και ότι από αυτά τα χρήματα θα πληρωθούν τα χρέη τους.

Επειδή όμως, σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει «λογικά», η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τα κίνητρα του καθενός. Κάποιοι μπορεί να προσβλέπουν και σε πολιτική καριέρα. Το σημαντικό είναι πως το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί, δεν είναι άσχετο με την πορεία που διαγράφουμε ως κοινωνία, εδώ και σαράντα περίπου χρόνια.

Εν προκειμένω, η ιστορία της Ελλάδας από το ’80 και μετά και, πολύ περισσότερο, της ελληνικής κρίσης, έχει επιβεβαιώσει ένα βασικό πράγμα: Την ανευθυνότητά μας.

Ή αλλιώς, το πόσο εύκολα αγνοούμε τις υποχρεώσεις μας.

Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν είναι μόνο οι ακόλουθοι του Σώρρα που (κάνουν πως) πιστεύουν, ότι κάποιος ξαφνικά θα έρθει και, ως δια μαγείας, θα τους απαλλάξει από τα χρέη τους. Αν κρίνουμε από το πώς ψηφίζουμε, οι περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες που κάνουν τον κόπο να επισκεφθούν την κάλπη, θεωρούν ότι είναι δυνατό να επανέλθει η ζωή τους σε επίπεδα 2004, χωρίς στο μεταξύ να αλλάξει τίποτα στη χώρα.

Και, ασφαλώς, ο τρόπος που ψηφίζουμε, αντικατοπτρίζει τον τρόπο που ζούμε. Δεν θεωρείται, φερ’ ειπείν, κατακριτέο να φοροδιαφεύγουμε. Ούτε είναι ακριβώς μεμπτό κοινωνικά να περνάμε τζάμπα από τα διόδια ή να εμποδίζονται οι πλειστηριασμοί. Ειδικά οι πλειστηριασμοί. Αφού όποιος δανείζει είναι κακός.

Γενικά, με τις δανειακές συμβάσεις τα πάμε καλά μόνο όταν είναι να πάρουμε χρήματα. Ακόμα και στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα έχει φτάσει αυτή η απαξίωση της υπογραφής μας.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πρωθυπουργό, που ζητάει από την Α. Μέρκελ «πολιτική λύση». Πάλι. Αφού πήραμε μία κατ’ ευφημισμό «πολιτική λύση» το καλοκαίρι του ’15, ζητάμε, σε κάθε αξιολόγηση, να αγνοηθεί η υπογραφή που εμείς οι ίδιοι βάλαμε εκείνο το καλοκαίρι.

Την τελευταία φορά που κλείσαμε αξιολόγηση, τα κυβερνητικά στελέχη δεν φείδονταν αισιοδοξίας. Είχαμε κανονικούς πανηγυρισμούς, γιατί θα πάρουμε τα χρήματα και «βεβαίως θα πιάσουμε τους στόχους» ή «αποκλείεται να ενεργοποιηθεί ο κόφτης». Με τα χαμόγελα να έχουν εξαφανιστεί πλέον, κάποια ερωτήματα εγείρονται αβίαστα:

Τελικά, τους πιάνουμε τους στόχους; Γιατί η «εφάπαξ 13η σύνταξη» δόθηκε τον Δεκέμβριο, ενώ το πλεόνασμα θα υπολογισθεί τον Φεβρουάριο.

Και, αν τους πιάνουμε, γιατί θέλουμε «πολιτική λύση»; Και αν αυτή η «λύση» δεν είναι ένας νέος «κόφτης» που ανέφερε ο υπουργός των Οικονομικών, τι είναι; Ένα «δεν πειράζει» από τους εταίρους, μαζί με χάιδεμα στη πλάτη;

Τι περιμένουν οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι ότι θα συμβεί στο τέλος, αν ο λόγος τους δεν έχει σχέση με την υπογραφή τους -που όταν την έβαζαν πανηγύριζαν- και η υπογραφή τους με τα έργα τους;

Όπως η κυβέρνησή μας λοιπόν, ο Σώρρας είναι ακόμα μία έκφανση της αντίληψης που έχουμε για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Απλά σε πιο παρακμιακή έκδοση.

Πρώτα ήταν οι δεκαετίες του ‘80 και του ’90, που σημασία είχε να βολευτούμε· μετά η δεκαετία του 2000, που, και να θέλαμε να δούμε το μέλλον, δεν μας άφηναν τα πολλά κονδύλια· και μετά ήρθε η κρίση, που ο ιστορικός χρόνος πύκνωσε, οπότε ξεκινήσαμε να βρούμε τη λύση στο «λεφτά υπάρχουν», για να καταλήξουμε στο «θα χορέψουμε τις αγορές».

Υπό αυτό το πρίσμα, ήταν καθαρά θέμα χρόνου να βρεθεί ένας πολιτικός για να υποσχεθεί, ότι θα πληρώσει από την τσέπη του τα χρέη όλων των Ελλήνων. Και να μην τον πιστέψουμε, μας αρκεί που θα πάρει την ευθύνη από πάνω μας. Θα ρωτήσουμε «πού υπογράφω;» και μετά θα δικαιολογηθούμε, «αφού τον πίστεψα, κύριε πρόεδρε».

Αν εξαιρέσουμε την κυριολεκτική πράξη της υπογραφής, έτσι δεν κάνουμε εδώ και σαράντα χρόνια;

Μιχάλης Δεμερτζής

Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων

1 σχόλιο :

  1. Αν εξαιρέσουμε την κυριολεκτική πράξη της υπογραφής, έτσι δεν κάνουμε εδώ και σαράντα χρόνια. 200 χρονια

    ΑπάντησηΔιαγραφή