Η ανεργία στην Ελλάδα αγγίζει το εφιαλτικό 27% και, προς το παρόν, δεν υπάρχει τίποτα που να μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι θα μειωθεί, καθώς στη χώρα μας έχει εμπεδωθεί μία πανίσχυρη κρατικίστικη λογική, η οποία μάλιστα διέπει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Με το κράτος χρεοκοπημένο, ο μόνος τρόπος να αυξηθεί η απασχόληση είναι μέσω της ιδιωτικής οικονομίας, όμως, τόσο η Αριστερά, όσο και η Δεξιά, παρέδωσαν στην Ελλάδα της κρίσης μία κρατικοδίαιτη, δυσκίνητη και αντιπαραγωγική αγορά.
Και το δυστύχημα είναι πως, ακόμα και τώρα, δυσκολεύονται πολύ να αφομοιώσουν την πραγματικότητα. Στη Δεξιά, η στροφή προς ένα πιο φιλελεύθερο μοντέλο αντιμετωπίζει τη βαριά ιδεολογική κληρονομιά του «Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια», ενώ η Αριστερά είναι χαμένη μέσα σε μία εκτός τόπου και χρόνου κοινωνική θεώρηση.
Η αντιδραστική άποψη της τελευταίας για την ιδιωτική οικονομία- τη στιγμή που πιο εύκολα βρίσκει κανείς στο δρόμο βιομήχανο, παρά βιομηχανικό εργάτη- την καθιστά εγκλωβισμένη σε μία ακραιφνώς κρατικίστικη αντίληψη περί παραγωγής πλούτου και απασχόλησης. Αυτά, την ίδια περίοδο που βρίσκεται στην κυβέρνηση και το δημόσιο ταμείο υποχρεωτικά πρέπει να παρουσιάζει συνεχή πλεονάσματα.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία, σκιαγραφούν την πολιτική βάση που ευθύνεται για την υπολειτουργική οικονομία μας και για το αντίξοο περιβάλλον που αντιμετωπίζει η παραγωγική εργασία.
Η έναρξη και η συντήρηση μιας επιχείρησης αποτελεί πλέον πραγματικό κατόρθωμα. Επίσης, ο τρόπος που οι παραγωγικοί φορείς της ελεύθερης αγοράς δραστηριοποιούνται, από τον απλό εργαζόμενο εώς τον μεγαλοεπενδυτή, καθοδηγείται από τα στενά πλαίσια κανονιστικών διατάξεων, τα οποία μάλιστα αλλάζουν συνεχώς.
Τα άμεσα αποτελέσματα είναι ένα ανεκτικό στη «μαύρη» εργασία ρυθμιστικό πλαίσιο, μία αναξιοκρατική εργασιακή νοοτροπία και, δεδομένης της κρίσης, ένας υπερβολικά υψηλός δείκτης ανεργίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε καταρχήν, ως κοινωνία, μία βασική αλήθεια: Ότι ο άνεργος θα πάψει να είναι άνεργος, αν κάποιος ιδιώτης τού παράσχει εργασία ή αν ξεκινήσει ο ίδιος μια δουλειά.
Σε αυτή την αλήθεια, δεν χωρούν ιδεολογικές ερμηνείες. Είτε θεωρημένη από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, είναι το δεδομένο πάνω στο οποίο πρέπει να χτιστεί η λύση για την απασχόληση.
Με αυτό το δεδομένο λοιπόν, αυτομάτως, αντικείμενό μας γίνεται η αναζωογόνηση του ιδιωτικού τομέα. Το κράτος έτσι, καταρχάς, περνά στο ρόλο του εγγυητή της νομιμότητας και της σταθερότητας και, κατά δεύτερον, ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και το κανονιστικό πλαίσιο για την επιχειρηματικότητα, με βάση τον ανταγωνισμό της αγοράς και όχι με βάση τον εκάστοτε κλάδο.
Πιο συγκεκριμένα, τα δαιδαλώδη συστήματα έναρξης επιχείρησης, οι υπερβολικές αναγκαστικές εισφορές, τα τέλη επιτηδεύματος, ο αυστηρός περιορισμός των ωραρίων κ.α. είναι σκόπιμο να δώσουν τη θέση τους σε ένα απλούστερο νομικό τοπίο, που έχει ως επίκεντρο το συμφέρον του καταναλωτή (και όχι του κλάδου), την ανταγωνιστικότητα και την προστασία της καινοτομίας.
Περαιτέρω, είναι παράλογο να υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα τόσα κλειστά και τόσο προστατευόμενα επαγγέλματα. Όποιος διαθέτει τα τυπικά προσόντα για την άσκηση ενός επαγγέλματος, δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να εμποδίζεται από το να το ασκεί ελεύθερα. Εν καιρώ κρίσης δε, οτιδήποτε αποτρέπει την απασχόληση είναι οριακά εγκληματικό.
Αναφερόμενοι στην ελευθερία της αγοράς, έχει σημασία να σημειώσουμε, πως τα παραπάνω αφορούν ως επί το πλείστον σε άρση (και όχι επιβολή νέων) απαγορεύσεων.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα, στερούμενη την έμψυχη παραγωγική της βάση, όχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, αλλά και αδυνατεί να εδραιώσει στη κοινωνία της, εν πρώτοις, το αίσθημα της σταθερότητας και, εν συνεχεία, την προοπτική για ευημερία.
Το κράτος από μόνο του δεν μπορεί να εγγυηθεί ένα καλύτερο μέλλον, καθώς, με ανενεργή την πλειοψηφία των ικανών για εργασία πολιτών, κανένα φορολογικό ή ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς.
Στο πλαίσιο της Σύνθεσης των απόψεων που στόχο έχουν τη μεταρρύθμιση και βάση τους τον ευρωπαϊκό μας προσανατολισμό, οι προαναφερόμενες προτάσεις δεν επιδέχονται αμφισβήτησης σε ότι αφορά την απασχόληση. Λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς τα μέτρα που χρειάζεται εν γένει η οικονομία μας για να ανεξαρτητοποιηθεί από το κράτος και να μεγεθυνθεί. Απλές και συγκεκριμένες, αποτελούν προαπαιτούμενα, προκειμένου να χτίσουμε μια οικονομία όπου οι παραγωγικές δεξιότητες, οι επαγγελματικές ικανότητες και οι επενδύσεις σε γνώση να ανταμείβονται δίκαια και αξιοκρατικά.
Με το κράτος χρεοκοπημένο, ο μόνος τρόπος να αυξηθεί η απασχόληση είναι μέσω της ιδιωτικής οικονομίας, όμως, τόσο η Αριστερά, όσο και η Δεξιά, παρέδωσαν στην Ελλάδα της κρίσης μία κρατικοδίαιτη, δυσκίνητη και αντιπαραγωγική αγορά.
Και το δυστύχημα είναι πως, ακόμα και τώρα, δυσκολεύονται πολύ να αφομοιώσουν την πραγματικότητα. Στη Δεξιά, η στροφή προς ένα πιο φιλελεύθερο μοντέλο αντιμετωπίζει τη βαριά ιδεολογική κληρονομιά του «Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια», ενώ η Αριστερά είναι χαμένη μέσα σε μία εκτός τόπου και χρόνου κοινωνική θεώρηση.
Η αντιδραστική άποψη της τελευταίας για την ιδιωτική οικονομία- τη στιγμή που πιο εύκολα βρίσκει κανείς στο δρόμο βιομήχανο, παρά βιομηχανικό εργάτη- την καθιστά εγκλωβισμένη σε μία ακραιφνώς κρατικίστικη αντίληψη περί παραγωγής πλούτου και απασχόλησης. Αυτά, την ίδια περίοδο που βρίσκεται στην κυβέρνηση και το δημόσιο ταμείο υποχρεωτικά πρέπει να παρουσιάζει συνεχή πλεονάσματα.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία, σκιαγραφούν την πολιτική βάση που ευθύνεται για την υπολειτουργική οικονομία μας και για το αντίξοο περιβάλλον που αντιμετωπίζει η παραγωγική εργασία.
Η έναρξη και η συντήρηση μιας επιχείρησης αποτελεί πλέον πραγματικό κατόρθωμα. Επίσης, ο τρόπος που οι παραγωγικοί φορείς της ελεύθερης αγοράς δραστηριοποιούνται, από τον απλό εργαζόμενο εώς τον μεγαλοεπενδυτή, καθοδηγείται από τα στενά πλαίσια κανονιστικών διατάξεων, τα οποία μάλιστα αλλάζουν συνεχώς.
Τα άμεσα αποτελέσματα είναι ένα ανεκτικό στη «μαύρη» εργασία ρυθμιστικό πλαίσιο, μία αναξιοκρατική εργασιακή νοοτροπία και, δεδομένης της κρίσης, ένας υπερβολικά υψηλός δείκτης ανεργίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε καταρχήν, ως κοινωνία, μία βασική αλήθεια: Ότι ο άνεργος θα πάψει να είναι άνεργος, αν κάποιος ιδιώτης τού παράσχει εργασία ή αν ξεκινήσει ο ίδιος μια δουλειά.
Σε αυτή την αλήθεια, δεν χωρούν ιδεολογικές ερμηνείες. Είτε θεωρημένη από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, είναι το δεδομένο πάνω στο οποίο πρέπει να χτιστεί η λύση για την απασχόληση.
Με αυτό το δεδομένο λοιπόν, αυτομάτως, αντικείμενό μας γίνεται η αναζωογόνηση του ιδιωτικού τομέα. Το κράτος έτσι, καταρχάς, περνά στο ρόλο του εγγυητή της νομιμότητας και της σταθερότητας και, κατά δεύτερον, ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και το κανονιστικό πλαίσιο για την επιχειρηματικότητα, με βάση τον ανταγωνισμό της αγοράς και όχι με βάση τον εκάστοτε κλάδο.
Πιο συγκεκριμένα, τα δαιδαλώδη συστήματα έναρξης επιχείρησης, οι υπερβολικές αναγκαστικές εισφορές, τα τέλη επιτηδεύματος, ο αυστηρός περιορισμός των ωραρίων κ.α. είναι σκόπιμο να δώσουν τη θέση τους σε ένα απλούστερο νομικό τοπίο, που έχει ως επίκεντρο το συμφέρον του καταναλωτή (και όχι του κλάδου), την ανταγωνιστικότητα και την προστασία της καινοτομίας.
Περαιτέρω, είναι παράλογο να υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα τόσα κλειστά και τόσο προστατευόμενα επαγγέλματα. Όποιος διαθέτει τα τυπικά προσόντα για την άσκηση ενός επαγγέλματος, δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να εμποδίζεται από το να το ασκεί ελεύθερα. Εν καιρώ κρίσης δε, οτιδήποτε αποτρέπει την απασχόληση είναι οριακά εγκληματικό.
Αναφερόμενοι στην ελευθερία της αγοράς, έχει σημασία να σημειώσουμε, πως τα παραπάνω αφορούν ως επί το πλείστον σε άρση (και όχι επιβολή νέων) απαγορεύσεων.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα, στερούμενη την έμψυχη παραγωγική της βάση, όχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, αλλά και αδυνατεί να εδραιώσει στη κοινωνία της, εν πρώτοις, το αίσθημα της σταθερότητας και, εν συνεχεία, την προοπτική για ευημερία.
Το κράτος από μόνο του δεν μπορεί να εγγυηθεί ένα καλύτερο μέλλον, καθώς, με ανενεργή την πλειοψηφία των ικανών για εργασία πολιτών, κανένα φορολογικό ή ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς.
Στο πλαίσιο της Σύνθεσης των απόψεων που στόχο έχουν τη μεταρρύθμιση και βάση τους τον ευρωπαϊκό μας προσανατολισμό, οι προαναφερόμενες προτάσεις δεν επιδέχονται αμφισβήτησης σε ότι αφορά την απασχόληση. Λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς τα μέτρα που χρειάζεται εν γένει η οικονομία μας για να ανεξαρτητοποιηθεί από το κράτος και να μεγεθυνθεί. Απλές και συγκεκριμένες, αποτελούν προαπαιτούμενα, προκειμένου να χτίσουμε μια οικονομία όπου οι παραγωγικές δεξιότητες, οι επαγγελματικές ικανότητες και οι επενδύσεις σε γνώση να ανταμείβονται δίκαια και αξιοκρατικά.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου