Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων στη χώρα μας είναι καταρχήν ένα καλό νέο για την οικονομία.
Το ότι γίνονται καθυστερημένα, οπότε και το αντίτιμο είναι χαμηλότερο, ή ότι τα χρήματα από τις παραχωρήσεις αποτελούν μέρος των εγγυήσεων προς τους πιστωτές μας, είναι μία κουβέντα που έχει τη σημασία της, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να δώσουν πνοή ανταγωνιστικότητας στην αγορά και να ελαφρύνουν τα κρατικά ταμεία.
Από πολιτικής πλευράς βέβαια, η κυβέρνηση φαίνεται να επιμένει στον αντίθετο δρόμο. Οι υπουργοί της δεν δείχνουν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τις ιδιωτικοποιήσεις προς το εκλογικό τους κοινό, παρά επαναλαμβάνουν πόσο πονάει η λαϊκή ψυχή τους που εξαναγκάζονται σε τέτοιες «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές.
Και περαιτέρω, ο υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων αρνείται να συζητήσει ιδιωτικοποιήσεις που υπερβαίνουν το τρίτο μνημόνιο, όπως αυτή στις αστικές συγκοινωνίες, ενώ ο υπουργός Ναυτιλίας, μετά τη παραχώρηση του 67% του ΟΛΠ στη Cosco, αποπειράται να ακυρώσει μέρος των κρατικού λογιστικού οφέλους, υποσχόμενος μετατάξεις και εθελούσια έξοδο στους υπαλλήλους- απεργούς.
Εν ολίγοις, με την συγκεκριμένη πολιτική διαχείριση και την εν γένει στάση της ενάντια στην επιχειρηματικότητα, η κυβέρνηση μας δείχνει πως, ό,τι κι αν πίστευε πως εξυπηρετεί με την υπογραφή της υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, αυτό δεν είναι η ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας.
Το συμπέρασμα είναι πως, ενώ η χώρα μας έχει πανθομολογουμένως πολύ δρόμο να διανύσει για να βγει από την κρίση, δυσκολεύεται ακόμα και στα βασικά.
Είναι ήδη αμφίβολο κατά πόσο θα αποδώσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, χωρίς να υποστηριχθούν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά και χωρίς τη μετατροπή των κρατικών εισπρακτικών μέτρων σε δαπάνες. Επιπρόσθετα, δεν αντέχει η ταλαιπωρημένη οικονομία μας και την πολιτική υπονόμευση στο ίδιο το μέτρο, καθώς έτσι μειώνονται και τα προϋπολογισμένα, άμεσα οφέλη του. Καθυστερήσεις, απεργίες, αντεγκλήσεις τοπικών φορέων κ.α., για αλλαγές που έχουν ήδη συμφωνηθεί και που έχουν εξασφαλίσει τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και μάλλον ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας).
Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες λοιπόν, καλό θα ήταν να καταστεί σαφές στο κοινό ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή αποτελούν τη βασική εγγύηση προς τους πιστωτές μας ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπάρχει. Δυστυχώς, όσο η κυβέρνηση επιμένει στην αριστερή ρητορική της, αυτό δεν γίνεται ξεκάθαρο στη κοινωνία.
Επίσης, στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, εφόσον η κυβέρνηση υπεκφεύγει, είναι σκόπιμο οι φορείς που εμπλέκονται ή υποστηρίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις να θέσουν δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων σε ό,τι αφορά το αντεπιχείρημα των συνεπαγόμενων απολύσεων στο δημόσιο. Να εστιάσουν, δηλαδή, στο ξεκάθαρο κοινωνικό όφελος που θα επιφέρουν οι ιδιωτικοποιήσεις.
Πέρα από τα αμιγώς λογιστικά για το κράτος οφέλη, ευνοούν, πρώτον, τον ίδιο τον καταναλωτή, και δεύτερον, στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, την απασχόληση. Τα αποτελέσματα μάλιστα μπορούν να είναι ορατά και βραχυπρόθεσμα, αν η εκάστοτε ιδιωτικοποίηση συνοδευτεί από το άνοιγμα της αντίστοιχης επιμέρους αγοράς, όπως έδειξε και το παράδειγμα του ΟΤΕ.
Η παρεμπόδιση δε των ιδιωτικοποιήσεων από τους υπαλλήλους του δημοσίου, εντός μίας περιόδου που το κράτος είναι αναγκασμένο να παράγει λογιστικά πλεονάσματα, οδηγεί με σιγουριά στο πλέον απευκταίο για τους ίδιους σενάριο. Ήτοι, στις άνευ διακρίσεων και οριζόντιες απολύσεις.
Εν κατακλείδι, στην προσπάθεια να μειωθούν ορθολογικά οι δαπάνες του δημόσιου τομέα και να αναζωογονηθεί ο ιδιωτικός, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν βασική προτεραιότητα και για αυτό είναι αναγκαίο να στηριχθούν πολιτικά από εκείνες τις δυνάμεις, που έχουν ως κύριο μέλημα την ομαλή μετάβαση της κοινωνίας μας από το κρατικίστικο μοντέλο, στο ευρωπαϊκό.
Εάν δεν μειώσουμε το κράτος μας προς όφελος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της δημιουργίας και της ανάπτυξης, δεν μπορούμε να λογιζόμαστε ως ευρωπαϊκή χώρα.
Το ότι γίνονται καθυστερημένα, οπότε και το αντίτιμο είναι χαμηλότερο, ή ότι τα χρήματα από τις παραχωρήσεις αποτελούν μέρος των εγγυήσεων προς τους πιστωτές μας, είναι μία κουβέντα που έχει τη σημασία της, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να δώσουν πνοή ανταγωνιστικότητας στην αγορά και να ελαφρύνουν τα κρατικά ταμεία.
Από πολιτικής πλευράς βέβαια, η κυβέρνηση φαίνεται να επιμένει στον αντίθετο δρόμο. Οι υπουργοί της δεν δείχνουν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τις ιδιωτικοποιήσεις προς το εκλογικό τους κοινό, παρά επαναλαμβάνουν πόσο πονάει η λαϊκή ψυχή τους που εξαναγκάζονται σε τέτοιες «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές.
Και περαιτέρω, ο υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων αρνείται να συζητήσει ιδιωτικοποιήσεις που υπερβαίνουν το τρίτο μνημόνιο, όπως αυτή στις αστικές συγκοινωνίες, ενώ ο υπουργός Ναυτιλίας, μετά τη παραχώρηση του 67% του ΟΛΠ στη Cosco, αποπειράται να ακυρώσει μέρος των κρατικού λογιστικού οφέλους, υποσχόμενος μετατάξεις και εθελούσια έξοδο στους υπαλλήλους- απεργούς.
Εν ολίγοις, με την συγκεκριμένη πολιτική διαχείριση και την εν γένει στάση της ενάντια στην επιχειρηματικότητα, η κυβέρνηση μας δείχνει πως, ό,τι κι αν πίστευε πως εξυπηρετεί με την υπογραφή της υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, αυτό δεν είναι η ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας.
Το συμπέρασμα είναι πως, ενώ η χώρα μας έχει πανθομολογουμένως πολύ δρόμο να διανύσει για να βγει από την κρίση, δυσκολεύεται ακόμα και στα βασικά.
Είναι ήδη αμφίβολο κατά πόσο θα αποδώσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, χωρίς να υποστηριχθούν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά και χωρίς τη μετατροπή των κρατικών εισπρακτικών μέτρων σε δαπάνες. Επιπρόσθετα, δεν αντέχει η ταλαιπωρημένη οικονομία μας και την πολιτική υπονόμευση στο ίδιο το μέτρο, καθώς έτσι μειώνονται και τα προϋπολογισμένα, άμεσα οφέλη του. Καθυστερήσεις, απεργίες, αντεγκλήσεις τοπικών φορέων κ.α., για αλλαγές που έχουν ήδη συμφωνηθεί και που έχουν εξασφαλίσει τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και μάλλον ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας).
Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες λοιπόν, καλό θα ήταν να καταστεί σαφές στο κοινό ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή αποτελούν τη βασική εγγύηση προς τους πιστωτές μας ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπάρχει. Δυστυχώς, όσο η κυβέρνηση επιμένει στην αριστερή ρητορική της, αυτό δεν γίνεται ξεκάθαρο στη κοινωνία.
Επίσης, στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, εφόσον η κυβέρνηση υπεκφεύγει, είναι σκόπιμο οι φορείς που εμπλέκονται ή υποστηρίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις να θέσουν δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων σε ό,τι αφορά το αντεπιχείρημα των συνεπαγόμενων απολύσεων στο δημόσιο. Να εστιάσουν, δηλαδή, στο ξεκάθαρο κοινωνικό όφελος που θα επιφέρουν οι ιδιωτικοποιήσεις.
Πέρα από τα αμιγώς λογιστικά για το κράτος οφέλη, ευνοούν, πρώτον, τον ίδιο τον καταναλωτή, και δεύτερον, στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, την απασχόληση. Τα αποτελέσματα μάλιστα μπορούν να είναι ορατά και βραχυπρόθεσμα, αν η εκάστοτε ιδιωτικοποίηση συνοδευτεί από το άνοιγμα της αντίστοιχης επιμέρους αγοράς, όπως έδειξε και το παράδειγμα του ΟΤΕ.
Η παρεμπόδιση δε των ιδιωτικοποιήσεων από τους υπαλλήλους του δημοσίου, εντός μίας περιόδου που το κράτος είναι αναγκασμένο να παράγει λογιστικά πλεονάσματα, οδηγεί με σιγουριά στο πλέον απευκταίο για τους ίδιους σενάριο. Ήτοι, στις άνευ διακρίσεων και οριζόντιες απολύσεις.
Εν κατακλείδι, στην προσπάθεια να μειωθούν ορθολογικά οι δαπάνες του δημόσιου τομέα και να αναζωογονηθεί ο ιδιωτικός, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν βασική προτεραιότητα και για αυτό είναι αναγκαίο να στηριχθούν πολιτικά από εκείνες τις δυνάμεις, που έχουν ως κύριο μέλημα την ομαλή μετάβαση της κοινωνίας μας από το κρατικίστικο μοντέλο, στο ευρωπαϊκό.
Εάν δεν μειώσουμε το κράτος μας προς όφελος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της δημιουργίας και της ανάπτυξης, δεν μπορούμε να λογιζόμαστε ως ευρωπαϊκή χώρα.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου