Είναι εμφανές, μετά από ένα και πλέον χρόνο, πως προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής για την παρούσα κυβέρνηση είναι η Παιδεία. Αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα αν το επίπεδο της τελευταίας ανέβαινε κατόπιν των κρατικών παρεμβάσεων. Δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο.
Όχι μόνο δεν θεραπεύονται χρόνιες παθήσεις της επίσημης ελληνικής εκπαίδευσης, αλλά δημιουργούνται νέες. Για την ακρίβεια, θεσμοθετούνται.
Η Παιδεία μπορεί να γίνει ένα χαμηλού κόστους όχημα εξόδου της χώρας μας από τη κρίση, αλλά μόνο στο μέτρο που οι παρεμβάσεις σε αυτήν είναι βελτιωτικές.
Παρόλ’αυτά, κορυφαία απόδειξη της αντίληψης που έχει η κυβέρνηση για την εκπαίδευση (και την πολιτική γενικότερα) είναι η κατάργηση του ΑΣΕΠ για τους διορισμούς των εκπαιδευτικών.
Και περαιτέρω, η εν λόγω αντίληψη, ξεπερνά το γνωστό μικροκομματικό παιχνίδι, καθώς διέπεται από μία αριστερή λογική που απέχει παρασάγγας από την Σοσιαλδημοκρατία. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλά πελατειακές πολιτικές, που επηρεάζουν την Παιδεία της χώρας μας μέσω της διάβρωσης των θεσμών, αλλά η εφαρμογή μίας εκπαιδευτικής πολιτικής που επηρεάζει απευθείας τον μαθητή ή τον φοιτητή και η οποία, επίσης, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής. Και πολύ περισσότερο, στις ανάγκες της κρίσης.
Επί παραδείγματι, δεν υπάρχει τρόπος (αν υπάρχει, θα θέλαμε να τον μάθουμε) να εξηγηθεί ικανοποιητικά, από ακαδημαϊκή σκοπιά, η κατ’ουσίαν κατάργηση της αριστείας από τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η εν λόγω αλλαγή είναι ξεκάθαρα επιζήμια για την πρόοδο των φοιτητών, ειδικά με τον τρόπο που εφαρμόζεται. Από το να απονέμονται υποτροφίες σε απόφοιτους του «λίαν καλώς» (6,5- 8,4) είναι προτιμότερο να δίνεται απλά ένα κοινωνικό επίδομα σε αυτούς που το χρειάζονται και να αφεθούν οι υποτροφίες στην ησυχία τους.
Από το συγκεκριμένο μέτρο, φαίνεται πως η κυβέρνηση είτε αγνοεί ότι η ανάταξή μας ως κοινωνία βασίζεται στην αριστεία, είτε ταυτίζει την ανάταξη με την ιδεολογική της ηγεμονία. Και το τελευταίο, μάλλον είναι χειρότερο, γιατί στέκεται εμπόδιο ακριβώς σε εκείνα τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να αναζωογονηθεί η ελληνική Παιδεία.
Πιο συγκεκριμένα, με το δεδομένο ότι αγορά και επίσημη εκπαίδευση πρέπει οπωσδήποτε να συνδεθούν, οφείλουμε να ξεπεράσουμε τη δυσπιστία έναντι των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι σκόπιμο η έρευνα και η καινοτομία- και φυσικά η αριστεία- να πριμοδοτούνται σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, όχι απλά προς όφελος της αγοράς, αλλά ώστε να εδραιώνεται η νοοτροπία της δια βίου εξέλιξης των ικανοτήτων των πολιτών.
Επιπλέον, όταν ομιλούμε για εκπαίδευση, δεν περιοριζόμαστε μόνο στην εναρμόνισή της με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αλλά και στη πολιτισμική ανάπτυξη της κοινωνίας μας. Ήδη το σύστημά μας έχει ως πυρήνα του, αναμενόμενα και θεμιτά, την ελληνική ταυτότητα, ωστόσο, δεν θα πρέπει να περιορίζεται από αυτή. Αντιθέτως, οφείλει να διευρυνθεί στα μέτρα του πραγματικού κόσμου και να εντάσσει τους Έλληνες πολίτες στο κοινό πλαίσιο αξιών και πολιτισμού της ευρωπαϊκής ταυτότητάς.
Η μέριμνα του κράτους σε αυτό το κομμάτι μπορεί να ξεπεράσει την εκπαιδευτική διαδικασία και, με δεδομένη την πολιτισμική κληρονομιά μας, να περάσει στην δημιουργία υποδομών που θα έχουν ως στόχο την ανάδειξη της χώρας σε κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης ανθρωπιστικών επιστημών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι λογικό η κοινωνία και η κυβέρνηση να ασχολούνται περισσότερο με ζητήματα οικονομικής φύσεως. Εντούτοις, γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά πως η κρίση που διάγουμε έχει τις ρίζες της στην νοοτροπία μας, η οποία διαμορφώνεται, και εν τέλει μπορεί να αλλάξει, από την επίσημη εκπαίδευση.
Αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα γνωρίσματά μας έχουν αρνητικό φορτίο, όμως, στο μέτρο που δεν εξελίσσονται ανάλογα με τις αλλαγές στον υπόλοιπο κόσμο, είναι δυνάμει εμπόδια στην προσπάθειά μας να εξέλθουμε ενισχυμένοι από αυτή τη κρίση.
Στον βαθμό λοιπόν που μας ενδιαφέρει να εισάγουμε επιστήμονες αντί να τους εξάγουμε, είναι σκόπιμο να δώσουμε στην Παιδεία την σημασία που της αρμόζει, χωρίς ιδεοληψίες και εσωστρέφειες άλλων εποχών.
Με την οικονομία μας βαριά άρρωστη, ο συγκεκριμένος τομέας μπορεί και πρέπει να είναι η «αιχμή του δόρατος» της κοινωνίας μας, για ένα καλύτερο μέλλον.
Όχι μόνο δεν θεραπεύονται χρόνιες παθήσεις της επίσημης ελληνικής εκπαίδευσης, αλλά δημιουργούνται νέες. Για την ακρίβεια, θεσμοθετούνται.
Η Παιδεία μπορεί να γίνει ένα χαμηλού κόστους όχημα εξόδου της χώρας μας από τη κρίση, αλλά μόνο στο μέτρο που οι παρεμβάσεις σε αυτήν είναι βελτιωτικές.
Παρόλ’αυτά, κορυφαία απόδειξη της αντίληψης που έχει η κυβέρνηση για την εκπαίδευση (και την πολιτική γενικότερα) είναι η κατάργηση του ΑΣΕΠ για τους διορισμούς των εκπαιδευτικών.
Και περαιτέρω, η εν λόγω αντίληψη, ξεπερνά το γνωστό μικροκομματικό παιχνίδι, καθώς διέπεται από μία αριστερή λογική που απέχει παρασάγγας από την Σοσιαλδημοκρατία. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλά πελατειακές πολιτικές, που επηρεάζουν την Παιδεία της χώρας μας μέσω της διάβρωσης των θεσμών, αλλά η εφαρμογή μίας εκπαιδευτικής πολιτικής που επηρεάζει απευθείας τον μαθητή ή τον φοιτητή και η οποία, επίσης, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής. Και πολύ περισσότερο, στις ανάγκες της κρίσης.
Επί παραδείγματι, δεν υπάρχει τρόπος (αν υπάρχει, θα θέλαμε να τον μάθουμε) να εξηγηθεί ικανοποιητικά, από ακαδημαϊκή σκοπιά, η κατ’ουσίαν κατάργηση της αριστείας από τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η εν λόγω αλλαγή είναι ξεκάθαρα επιζήμια για την πρόοδο των φοιτητών, ειδικά με τον τρόπο που εφαρμόζεται. Από το να απονέμονται υποτροφίες σε απόφοιτους του «λίαν καλώς» (6,5- 8,4) είναι προτιμότερο να δίνεται απλά ένα κοινωνικό επίδομα σε αυτούς που το χρειάζονται και να αφεθούν οι υποτροφίες στην ησυχία τους.
Από το συγκεκριμένο μέτρο, φαίνεται πως η κυβέρνηση είτε αγνοεί ότι η ανάταξή μας ως κοινωνία βασίζεται στην αριστεία, είτε ταυτίζει την ανάταξη με την ιδεολογική της ηγεμονία. Και το τελευταίο, μάλλον είναι χειρότερο, γιατί στέκεται εμπόδιο ακριβώς σε εκείνα τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να αναζωογονηθεί η ελληνική Παιδεία.
Πιο συγκεκριμένα, με το δεδομένο ότι αγορά και επίσημη εκπαίδευση πρέπει οπωσδήποτε να συνδεθούν, οφείλουμε να ξεπεράσουμε τη δυσπιστία έναντι των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι σκόπιμο η έρευνα και η καινοτομία- και φυσικά η αριστεία- να πριμοδοτούνται σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, όχι απλά προς όφελος της αγοράς, αλλά ώστε να εδραιώνεται η νοοτροπία της δια βίου εξέλιξης των ικανοτήτων των πολιτών.
Επιπλέον, όταν ομιλούμε για εκπαίδευση, δεν περιοριζόμαστε μόνο στην εναρμόνισή της με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αλλά και στη πολιτισμική ανάπτυξη της κοινωνίας μας. Ήδη το σύστημά μας έχει ως πυρήνα του, αναμενόμενα και θεμιτά, την ελληνική ταυτότητα, ωστόσο, δεν θα πρέπει να περιορίζεται από αυτή. Αντιθέτως, οφείλει να διευρυνθεί στα μέτρα του πραγματικού κόσμου και να εντάσσει τους Έλληνες πολίτες στο κοινό πλαίσιο αξιών και πολιτισμού της ευρωπαϊκής ταυτότητάς.
Η μέριμνα του κράτους σε αυτό το κομμάτι μπορεί να ξεπεράσει την εκπαιδευτική διαδικασία και, με δεδομένη την πολιτισμική κληρονομιά μας, να περάσει στην δημιουργία υποδομών που θα έχουν ως στόχο την ανάδειξη της χώρας σε κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης ανθρωπιστικών επιστημών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι λογικό η κοινωνία και η κυβέρνηση να ασχολούνται περισσότερο με ζητήματα οικονομικής φύσεως. Εντούτοις, γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά πως η κρίση που διάγουμε έχει τις ρίζες της στην νοοτροπία μας, η οποία διαμορφώνεται, και εν τέλει μπορεί να αλλάξει, από την επίσημη εκπαίδευση.
Αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα γνωρίσματά μας έχουν αρνητικό φορτίο, όμως, στο μέτρο που δεν εξελίσσονται ανάλογα με τις αλλαγές στον υπόλοιπο κόσμο, είναι δυνάμει εμπόδια στην προσπάθειά μας να εξέλθουμε ενισχυμένοι από αυτή τη κρίση.
Στον βαθμό λοιπόν που μας ενδιαφέρει να εισάγουμε επιστήμονες αντί να τους εξάγουμε, είναι σκόπιμο να δώσουμε στην Παιδεία την σημασία που της αρμόζει, χωρίς ιδεοληψίες και εσωστρέφειες άλλων εποχών.
Με την οικονομία μας βαριά άρρωστη, ο συγκεκριμένος τομέας μπορεί και πρέπει να είναι η «αιχμή του δόρατος» της κοινωνίας μας, για ένα καλύτερο μέλλον.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου