Με την αξιολόγηση ακόμα να εκκρεμεί, κύριο επιχείρημα της κυβέρνησης απέναντι στους εταίρους και την εγχώρια αντιπολίτευση είναι πως τα έσοδα για το 2016 πήγαν καλά. Αυτό είναι, δεν έχει άλλο.
Θα πει κανείς, «είναι λίγο αυτό»;
Ξεκάθαρα, ναι. Δεν αρκεί. Όσο ικανοποιητικό κι αν είναι το πλεόνασμα, από μόνο του, δεν αυξάνει τον βαθμό εμπιστοσύνης στην οικονομία μας.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι εδώ: Πλεόνασμα στα ταμεία του κράτους σημαίνει αποκλειστικώς υφεσιακά μέτρα (αυξημένοι φόροι, μειωμένες δαπάνες). Και, από τη στιγμή που οι αγορές μάς έχουν αποκλείσει ως αναξιόπιστους, είμαστε αναγκασμένοι ως κράτος να παράγουμε κάθε χρόνο λογιστικά πλεονάσματα. Αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ανάπτυξη.
Η λύση στα προβλήματά μας, βεβαίως, είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -κάτι που έχουμε αναλύσει δεκάδες φορές- ωστόσο, δεν ασχολείται με αυτό η κυβέρνησή μας. Ασχολήθηκαν αρκετά
οι εταίροι μας, στην αρχή της κρίσης, αλλά, αν εμείς δεν θέλουμε, δεν μπορούν εκείνοι να μας αναγκάσουν. Μπορεί να φαίνεται περίεργο στο κοινό των εθνολαϊκιστών, αλλά δεν μπορούν.
Την προσοχή τους πλέον έχουν οι όποιες εγγυήσεις μπορούν να εξασφαλίσουν τα χρήματά τους -και για αυτό θα πιέσουν- γιατί κι εκείνοι έχουν κυβερνήσεις με τετραετείς θητείες, λαούς με προσδόκιμο ζωής σαν το δικό μας και γενικά, σκοτούρες με ορίζοντα εγγύτερο της δικής μας ευημερίας. Για την ακρίβεια, για τη δική μας ευημερία δεν υπάρχει ακόμα ορίζοντας.
Οπότε, συγκεκριμένα, για τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών ο αντικειμενικός σκοπός είναι να μην χάσουν τα χρήματα που πόνταραν στην ελληνική οικονομία και να καθυστερήσει η ελληνική χρεοκοπία, η βόμβα της οποίας αφήνεται στους επόμενους.