Αυτό που συμβαίνει με τη χώρα μας είναι ιδιαίτερο. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, τα προβλήματα «αποϊδεολογικοποιούνται» προκειμένου να λυθούν. Εκεί, τα κόμματα διατηρούν την ιδεολογική τους ταυτότητα, αλλά αντιμετωπίζουν τα ζητήματα με τρόπο εργαλειακό, αποστασιοποιημένο.
Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: Ιδεολογικοποιείται η μη λύση τους. Τα κόμματα δεν έχουν ως προτεραιότητα τη λύση των ζητημάτων, αλλά τη συντήρηση των εκλογικών τους ποσοστών.
Για τους Έλληνες πολιτικούς, ο τρόπος αντιμετώπισης έξω από το κομματικό συμφέρον, κατά κανόνα, κατηγορείται ως «τεχνοκρατικός». Σημασία έχει πώς θα καλυφθούν κομματικά και ιδεολογικά τα (μη) πεπραγμένα τους.
Κάπως έτσι λειτουργούν και οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης.
Το θέμα που καίει την ελληνική κοινωνία είναι η ανάπτυξη και, όταν δεν κάθονται περιμένοντας να έρθει μόνη της, ενεργοποιούνται για να την εμποδίσουν (βλ. πρόσφατο παράδειγμα ιδιωτικοποίησης ΟΛΠ). Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι ιδεολογικές αναφορές, τα ωραία λόγια, δεν λείπουν.
Για παράδειγμα, περί «δίκαιης ανάπτυξης» μιλά ο πρωθυπουργός. Δηλαδή αναπαράγει κάτι που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η ανάπτυξη είναι μία. Το πόσο «δίκαιη» θα είναι, εμπίπτει στο κατά πόσο τηρούνται οι νόμοι. Κάτι εντελώς άσχετο με την όποια «φύση» της ανάπτυξης.
Επίσης, «Θα βγούμε από τη κρίση μέσω της αύξησης της ζήτησης» (σ.σ. με τα χρήματα από την τελευταία αξιολόγηση) τονίζει. Στο μεταξύ, η χώρα μας, μέσα σε αυτή τη κρίση, είναι δεύτερη σε ιδιωτική κατανάλωση σε όλη την ΕΕ. Το μείζον πρόβλημα είναι άλλο. Ότι είναι προτελευταία στο ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος που επενδύεται στην οικονομία μας.
Επιπλέον, μετατάξεις υπόσχεται ο υπουργός Ναυτιλίας στους συνδικαλιστές του ΟΛΠ. Με αυτή τη λογική, ακυρώνεται η ελάφρυνση των κρατικών ταμείων από τις ιδιωτικοποιήσεις, αφού, ούτως ή άλλως, τα έσοδα από τις παραχωρήσεις δεσμεύονται από το δημόσιο χρέος.
Εδώ που τα λέμε βέβαια, στη χώρα που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους, ο καθένας, και ειδικά η κυβερνώσα πολιτική δύναμη του τόπου, μπορεί να λέει ό,τι επιθυμεί. Το σημαντικότερο είναι τί κάνει.
Η συγκυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να επικεντρώνεται στο επικοινωνιακό κομμάτι, μπορεί να λέει πάλι ωραία λόγια, παράλληλα όμως πρέπει και να εργάζεται επί της ουσίας. Η ανάπτυξη, ειδικά σε μία μη ανταγωνιστική αγορά όπως η ελληνική, δεν πρόκειται να έρθει μόνη της να χτυπήσει την πόρτα.
Ακόμα κι αν δεχθούμε πως ελάχιστη σχέση έχει η παρούσα κυβέρνηση με το δυτικό, φιλελεύθερο μοντέλο, δεν είναι υπερβολικό να ζητάμε έστω μία κάποια πρόοδο προς τον εξορθολογισμό της ελληνικής οικονομίας. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή ο χρόνος είναι αμείλικτος. Κάθε μέρα αδράνειας που περνάει, βουλιάζουμε όλο και περισσότερο στην ύφεση.
Ακόμα κι αν επιμείνει σε θέματα εργασιακών σχέσεων ή εκπαίδευσης και γενικότερα σε θέματα- πυλώνες για την «αριστερή συνείδηση», μπορεί τουλάχιστον να κάνει μία θετική αρχή, σπάζοντας το «τρίπτυχο της συμφοράς»: Μη βιώσιμο ασφαλιστικό, «υδροκέφαλο» δημόσιο, στεγανοποιημένοι επαγγελματικοί κλάδοι.
Πιο συγκεκριμένα, στο θέμα του ασφαλιστικού, αν και έχουν γίνει βήματα, δεν αρκούν. Αφού αναγκάστηκε η κυβέρνηση να τα κάνει, πρέπει να συνεχίσει, για να μην πάνε χαμένα. Πρέπει να βρει τρόπους ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και να παύσει ο υπερ- φορολογικός παραλογισμός, ειδάλλως δεν θα επιβιώσει το σύστημα. Τα δύο τελευταία ζητήματα, μπορούν να αντιμετωπιστούν, αν η κυβέρνηση στραφεί με αποφασιστικότητα ενάντια στα άλλα δύο κύρια μέρη του τρίπτυχου.
Η φορολογία μπορεί να εκλογικευτεί, μόνο αν μειωθούν οι δαπάνες στο δημόσιο και, όπου «μείωση δαπανών», δεν εννοούμε οριζόντιες μειώσεις μισθών και απολύσεις, αλλά εξυγίανση του τομέα. Ήτοι, κινητικότητα, αξιολόγηση, κατάργηση φορέων, συνεργασία με ιδιωτικό τομέα, ψηφιοποίηση, απόλυση επίορκων και κατόχων πλαστών πτυχίων κ.α. Εάν αυτά δεν προχωρήσουν, με δεδομένη την υποχρέωση να παράγουμε λογιστικά πλεονάσματα, η (κατά τ’ άλλα κρατικίστικη) κυβέρνηση θα αναγκαστεί να διαλύσει το κράτος της και οι οριζόντιες απολύσεις θα είναι αναπόφευκτες.
Από την άλλη, τα δεδομένα στην απασχόληση μπορούν να αντιστραφούν προς μία καλύτερη προοπτική, τουλάχιστον (όχι μόνο) εάν ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα. Είναι αδικαιολόγητο να προστατεύονται συντεχνίες εν καιρώ κρίσης και αυτό ισχύει και για μία αριστερή κυβέρνηση.
Κανείς δεν είπε η τελευταία να διαλύσει τα συνδικαλιστικά σωματεία ή να αγνοήσει κεκτημένα δικαιώματα εργαζομένων ή επαγγελματιών. Ας ανοίξει πρώτα την αγορά και, για να μετριάσει την δυσαρέσκεια, αν θέλει ας ανοίξει κι έναν εκτενή, «αριστερότατο» διάλογο με τους κλάδους. Σε κάθε περίπτωση, πρώτον, τα ίδια τα επαγγέλματα δεν έχουν δικαιώματα, οπότε μπορούν να ανοίξουν αύριο και, δεύτερον, δεν υπάρχει τρόπος να θεωρηθεί ένα μέτρο επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας ως κοινωνικά άδικο.
Εν κατακλείδι, το ιδεολογικό προφίλ της κυβέρνησης μας αφορά ελάχιστα έως καθόλου, στο μέτρο που ενδιαφερόμαστε για την άμεση επίλυση των προβλημάτων. Η Σύνθεση των προτάσεων προς την ανάκαμψη γίνεται με γνώμονα τις ανάγκες της χώρας.
Η ρητορική της (όποιας) κυβέρνησης ενδιαφέρει περισσότερο αυτούς που την πιστεύουν.
Εμάς, μας ενδιαφέρει οι Έλληνες να προκόψουμε.
Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: Ιδεολογικοποιείται η μη λύση τους. Τα κόμματα δεν έχουν ως προτεραιότητα τη λύση των ζητημάτων, αλλά τη συντήρηση των εκλογικών τους ποσοστών.
Για τους Έλληνες πολιτικούς, ο τρόπος αντιμετώπισης έξω από το κομματικό συμφέρον, κατά κανόνα, κατηγορείται ως «τεχνοκρατικός». Σημασία έχει πώς θα καλυφθούν κομματικά και ιδεολογικά τα (μη) πεπραγμένα τους.
Κάπως έτσι λειτουργούν και οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης.
Το θέμα που καίει την ελληνική κοινωνία είναι η ανάπτυξη και, όταν δεν κάθονται περιμένοντας να έρθει μόνη της, ενεργοποιούνται για να την εμποδίσουν (βλ. πρόσφατο παράδειγμα ιδιωτικοποίησης ΟΛΠ). Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι ιδεολογικές αναφορές, τα ωραία λόγια, δεν λείπουν.
Για παράδειγμα, περί «δίκαιης ανάπτυξης» μιλά ο πρωθυπουργός. Δηλαδή αναπαράγει κάτι που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η ανάπτυξη είναι μία. Το πόσο «δίκαιη» θα είναι, εμπίπτει στο κατά πόσο τηρούνται οι νόμοι. Κάτι εντελώς άσχετο με την όποια «φύση» της ανάπτυξης.
Επίσης, «Θα βγούμε από τη κρίση μέσω της αύξησης της ζήτησης» (σ.σ. με τα χρήματα από την τελευταία αξιολόγηση) τονίζει. Στο μεταξύ, η χώρα μας, μέσα σε αυτή τη κρίση, είναι δεύτερη σε ιδιωτική κατανάλωση σε όλη την ΕΕ. Το μείζον πρόβλημα είναι άλλο. Ότι είναι προτελευταία στο ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος που επενδύεται στην οικονομία μας.
Επιπλέον, μετατάξεις υπόσχεται ο υπουργός Ναυτιλίας στους συνδικαλιστές του ΟΛΠ. Με αυτή τη λογική, ακυρώνεται η ελάφρυνση των κρατικών ταμείων από τις ιδιωτικοποιήσεις, αφού, ούτως ή άλλως, τα έσοδα από τις παραχωρήσεις δεσμεύονται από το δημόσιο χρέος.
Εδώ που τα λέμε βέβαια, στη χώρα που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους, ο καθένας, και ειδικά η κυβερνώσα πολιτική δύναμη του τόπου, μπορεί να λέει ό,τι επιθυμεί. Το σημαντικότερο είναι τί κάνει.
Η συγκυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να επικεντρώνεται στο επικοινωνιακό κομμάτι, μπορεί να λέει πάλι ωραία λόγια, παράλληλα όμως πρέπει και να εργάζεται επί της ουσίας. Η ανάπτυξη, ειδικά σε μία μη ανταγωνιστική αγορά όπως η ελληνική, δεν πρόκειται να έρθει μόνη της να χτυπήσει την πόρτα.
Ακόμα κι αν δεχθούμε πως ελάχιστη σχέση έχει η παρούσα κυβέρνηση με το δυτικό, φιλελεύθερο μοντέλο, δεν είναι υπερβολικό να ζητάμε έστω μία κάποια πρόοδο προς τον εξορθολογισμό της ελληνικής οικονομίας. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή ο χρόνος είναι αμείλικτος. Κάθε μέρα αδράνειας που περνάει, βουλιάζουμε όλο και περισσότερο στην ύφεση.
Ακόμα κι αν επιμείνει σε θέματα εργασιακών σχέσεων ή εκπαίδευσης και γενικότερα σε θέματα- πυλώνες για την «αριστερή συνείδηση», μπορεί τουλάχιστον να κάνει μία θετική αρχή, σπάζοντας το «τρίπτυχο της συμφοράς»: Μη βιώσιμο ασφαλιστικό, «υδροκέφαλο» δημόσιο, στεγανοποιημένοι επαγγελματικοί κλάδοι.
Πιο συγκεκριμένα, στο θέμα του ασφαλιστικού, αν και έχουν γίνει βήματα, δεν αρκούν. Αφού αναγκάστηκε η κυβέρνηση να τα κάνει, πρέπει να συνεχίσει, για να μην πάνε χαμένα. Πρέπει να βρει τρόπους ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και να παύσει ο υπερ- φορολογικός παραλογισμός, ειδάλλως δεν θα επιβιώσει το σύστημα. Τα δύο τελευταία ζητήματα, μπορούν να αντιμετωπιστούν, αν η κυβέρνηση στραφεί με αποφασιστικότητα ενάντια στα άλλα δύο κύρια μέρη του τρίπτυχου.
Η φορολογία μπορεί να εκλογικευτεί, μόνο αν μειωθούν οι δαπάνες στο δημόσιο και, όπου «μείωση δαπανών», δεν εννοούμε οριζόντιες μειώσεις μισθών και απολύσεις, αλλά εξυγίανση του τομέα. Ήτοι, κινητικότητα, αξιολόγηση, κατάργηση φορέων, συνεργασία με ιδιωτικό τομέα, ψηφιοποίηση, απόλυση επίορκων και κατόχων πλαστών πτυχίων κ.α. Εάν αυτά δεν προχωρήσουν, με δεδομένη την υποχρέωση να παράγουμε λογιστικά πλεονάσματα, η (κατά τ’ άλλα κρατικίστικη) κυβέρνηση θα αναγκαστεί να διαλύσει το κράτος της και οι οριζόντιες απολύσεις θα είναι αναπόφευκτες.
Από την άλλη, τα δεδομένα στην απασχόληση μπορούν να αντιστραφούν προς μία καλύτερη προοπτική, τουλάχιστον (όχι μόνο) εάν ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα. Είναι αδικαιολόγητο να προστατεύονται συντεχνίες εν καιρώ κρίσης και αυτό ισχύει και για μία αριστερή κυβέρνηση.
Κανείς δεν είπε η τελευταία να διαλύσει τα συνδικαλιστικά σωματεία ή να αγνοήσει κεκτημένα δικαιώματα εργαζομένων ή επαγγελματιών. Ας ανοίξει πρώτα την αγορά και, για να μετριάσει την δυσαρέσκεια, αν θέλει ας ανοίξει κι έναν εκτενή, «αριστερότατο» διάλογο με τους κλάδους. Σε κάθε περίπτωση, πρώτον, τα ίδια τα επαγγέλματα δεν έχουν δικαιώματα, οπότε μπορούν να ανοίξουν αύριο και, δεύτερον, δεν υπάρχει τρόπος να θεωρηθεί ένα μέτρο επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας ως κοινωνικά άδικο.
Εν κατακλείδι, το ιδεολογικό προφίλ της κυβέρνησης μας αφορά ελάχιστα έως καθόλου, στο μέτρο που ενδιαφερόμαστε για την άμεση επίλυση των προβλημάτων. Η Σύνθεση των προτάσεων προς την ανάκαμψη γίνεται με γνώμονα τις ανάγκες της χώρας.
Η ρητορική της (όποιας) κυβέρνησης ενδιαφέρει περισσότερο αυτούς που την πιστεύουν.
Εμάς, μας ενδιαφέρει οι Έλληνες να προκόψουμε.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου