Ο πρωθυπουργός δήλωσε από τη Μπρατισλάβα, ότι «χρειαζόμαστε μια κοινωνική Ευρώπη με την ανάπτυξη, την απασχόληση και την ευημερία για όλους τους ανθρώπους της, για τη νεολαία και για όλους τους πολίτες της».
Είπε επίσης πως, σε ότι αφορά την ανάπτυξη ειδικότερα, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση.
Από τη μία, αυτό το τελευταίο εξυπακούεται, από την άλλη, σε συνδυασμό με την πρώτη δήλωση, μπορεί να ερμηνευτεί σαν απήχηση της αντίληψης ότι είναι δουλειά της Ευρώπης και όχι δική μας να ανακάμψουμε.
Και, κακά τα ψέματα, αυτή η αντίληψη είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη χώρα μας.
Υπάρχει βεβαίως η άποψη που υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβλήθηκε στα μνημονιακά κράτη εμποδίζει την ανάπτυξή τους, ωστόσο, αυτό το παραμύθι τελείωσε νωρίς, όταν όλα- πλην Ελλάδας- πλέον βρήκαν το δρόμο προς την αύξηση των ΑΕΠ τους.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Κατ’ αρχάς, τί θα πει «κοινωνική Ευρώπη»;
Μήπως ο πρωθυπουργός εννοεί «σοσιαλιστική», ήτοι, να αλλάξουμε το μοντέλο παραγωγής της; Ελπίζουμε πως όχι, αφού, ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό θα σήμαινε διάλυσή της εις τα εξ ων συνετέθη.
Με βάση το παρόν παραγωγικό μοντέλο πάντως, πιο «κοινωνική» δεν μπορεί να γίνει αυτή η Ευρώπη, ιδιαίτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Αν μη τι άλλο, κρατά εντός ευρώ μια οικονομία που αρνείται να αλλάξει το παραμικρό στη λειτουργία της.
Η ΕΕ, μόνο το τελευταίο έτος:
Έχει καταφανώς θέσει βέτο στο ΔΝΤ για να μην χτυπήσει το καμπανάκι της ελληνικής χρεοκοπίας.
Δέχεται τα ελληνικά ομόλογα (τα «σκουπίδια» κατά τις αγορές) ως εγγυήσεις.
Συμπεριλαμβάνει τη χώρα μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με μόνο όρο (προφανώς σε μια προσπάθεια να τηρηθούν τα προσχήματα) τα αυτονόητα, δηλαδή, την εφαρμογή των συμφωνηθέντων του τρίτου μνημονίου.
Επίσης, πριν αρχίσουν οι πρώτες προειδοποιήσεις για την επόμενη αξιολόγηση, οι δηλώσεις στήριξης έδιναν και έπαιρναν:
Ο επικεφαλής του μηχανισμού στήριξης (ESM) ξεκαθάρισε ότι η ΕΕ θα στηρίξει για πολλά χρόνια την Ελλάδα, ο Ζ. Κ. Γιουνκέρ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θέλει να ακούει για διάσπαση της Ευρωζώνης και ουκ ολίγοι ηγέτες έχουν εκφράσει το θαυμασμό τους για την ικανότητα της παρούσας κυβέρνησης να περνά με ευκολία επώδυνα μέτρα.
Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός φαίνεται να αγνοεί το γεγονός πως το Grexit έχει (για την ώρα) απομακρυνθεί μόνο χάρη στους ευρωπαίους εταίρους, αφού η Ελλάδα έχει την ίδια πιστοληπτική ικανότητα που είχε και πριν 6 χρόνια. Συν τα Capital Controls.
Συμπερασματικά, το παραμύθι της «κοινωνικής Ευρώπης» που χρειαζόμαστε, είναι σαν το παραμύθι της «Ευρώπης των λαών» ή της «μιας άλλης Ευρώπης» (για την οποία έχουμε γράψει αναλυτικότερα στο παρελθόν).
Πάμε όμως και στα υπόλοιπα.
Η αντίληψη ότι η ανάπτυξη θα έρθει από έξω στηρίζεται στο περίπου ακαταμάχητο επιχείρημα που λέει ότι «πρέπει να πέσουν λεφτά στην αγορά».
Είναι σκόπιμο λοιπόν να τονίσουμε (ξανά) πως η χώρα μας, μέσα σε τόσο βαθιά ύφεση, είναι δεύτερη στην ιδιωτική κατανάλωση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Οπότε, το ότι χρειάζεται επειγόντως να αυξήσουμε τη ζήτηση είναι ένα ακόμα παραμύθι.
Το πρόβλημά μας είναι ότι είμαστε τελευταίοι στο ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος (11% του ΑΕΠ) που επενδύεται στο εσωτερικό της οικονομίας. Αυτό δείχνει την ανάγκη για μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που δεν θα αναλύσουμε εδώ.
Επιπροσθέτως, υπάρχει διάχυτη η εντύπωση μέσα στην ελληνική κοινωνία, ότι η Ευρώπη είναι πηγή μετρητών. Ότι είναι εκεί, στατική, σταθερή, για να μας ταΐζει με το κοινό μας νόμισμα, ασχέτως του τί κάνουμε. Κάτι σαν την Ελληνίδα μάνα. Αυτό κι αν είναι παραμύθι.
Η ΕΕ χρειάζεται τη σύγκλιση των μελών της για να μπορεί να τα φροντίσει.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής οικονομικών για να αντιληφθεί ότι, για να έχει προοπτική σε βάθος χρόνου το ευρώ, οι οικονομικές πολιτικές ανάμεσα στα κράτη- μέλη οφείλουν να έχουν κοινούς άξονες. Οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις οδηγίες από την ΕΕ και τους προϋπολογισμούς των εταίρων τους.
Αλλιώς, δεν θα δούμε ποτέ το θρυλούμενο «ευρωομόλογο» που υποτίθεται ότι θα λύσει όλα μας τα προβλήματα.
Ο δρόμος της σύγκλισης των οικονομιών, εκτός του ότι είναι προαποφασισμένος από όλα τα μέλη ανεξαιρέτως, είναι και μονόδρομος τον οποίο, όσο περισσότερο μας ταλαιπωρεί η κρίση, τόσο ταχύτερα πρέπει να διαβούμε.
Και, για να φτάσουμε στο μέγιστο παραμύθι, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, οι εθνικολαϊκιστές αυτόν τον δρόμο τον ονομάζουν «παραβίαση (ή παραχώρηση) της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας». Στη πραγματικότητα, κυκλοφορεί με το όνομα «ικανότητα του ελληνικού έθνους να συνάψει μια συμφωνία».
Εάν το καταλάβουμε αυτό και, συνεπακόλουθα, αναλάβουμε τις ευθύνες μας ως κοινωνία, μέχρι και «κοινωνική Ευρώπη» μπορεί να ζήσουμε να δούμε.
Είπε επίσης πως, σε ότι αφορά την ανάπτυξη ειδικότερα, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση.
Από τη μία, αυτό το τελευταίο εξυπακούεται, από την άλλη, σε συνδυασμό με την πρώτη δήλωση, μπορεί να ερμηνευτεί σαν απήχηση της αντίληψης ότι είναι δουλειά της Ευρώπης και όχι δική μας να ανακάμψουμε.
Και, κακά τα ψέματα, αυτή η αντίληψη είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη χώρα μας.
Υπάρχει βεβαίως η άποψη που υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβλήθηκε στα μνημονιακά κράτη εμποδίζει την ανάπτυξή τους, ωστόσο, αυτό το παραμύθι τελείωσε νωρίς, όταν όλα- πλην Ελλάδας- πλέον βρήκαν το δρόμο προς την αύξηση των ΑΕΠ τους.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Κατ’ αρχάς, τί θα πει «κοινωνική Ευρώπη»;
Μήπως ο πρωθυπουργός εννοεί «σοσιαλιστική», ήτοι, να αλλάξουμε το μοντέλο παραγωγής της; Ελπίζουμε πως όχι, αφού, ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό θα σήμαινε διάλυσή της εις τα εξ ων συνετέθη.
Με βάση το παρόν παραγωγικό μοντέλο πάντως, πιο «κοινωνική» δεν μπορεί να γίνει αυτή η Ευρώπη, ιδιαίτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Αν μη τι άλλο, κρατά εντός ευρώ μια οικονομία που αρνείται να αλλάξει το παραμικρό στη λειτουργία της.
Η ΕΕ, μόνο το τελευταίο έτος:
Έχει καταφανώς θέσει βέτο στο ΔΝΤ για να μην χτυπήσει το καμπανάκι της ελληνικής χρεοκοπίας.
Δέχεται τα ελληνικά ομόλογα (τα «σκουπίδια» κατά τις αγορές) ως εγγυήσεις.
Συμπεριλαμβάνει τη χώρα μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με μόνο όρο (προφανώς σε μια προσπάθεια να τηρηθούν τα προσχήματα) τα αυτονόητα, δηλαδή, την εφαρμογή των συμφωνηθέντων του τρίτου μνημονίου.
Επίσης, πριν αρχίσουν οι πρώτες προειδοποιήσεις για την επόμενη αξιολόγηση, οι δηλώσεις στήριξης έδιναν και έπαιρναν:
Ο επικεφαλής του μηχανισμού στήριξης (ESM) ξεκαθάρισε ότι η ΕΕ θα στηρίξει για πολλά χρόνια την Ελλάδα, ο Ζ. Κ. Γιουνκέρ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θέλει να ακούει για διάσπαση της Ευρωζώνης και ουκ ολίγοι ηγέτες έχουν εκφράσει το θαυμασμό τους για την ικανότητα της παρούσας κυβέρνησης να περνά με ευκολία επώδυνα μέτρα.
Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός φαίνεται να αγνοεί το γεγονός πως το Grexit έχει (για την ώρα) απομακρυνθεί μόνο χάρη στους ευρωπαίους εταίρους, αφού η Ελλάδα έχει την ίδια πιστοληπτική ικανότητα που είχε και πριν 6 χρόνια. Συν τα Capital Controls.
Συμπερασματικά, το παραμύθι της «κοινωνικής Ευρώπης» που χρειαζόμαστε, είναι σαν το παραμύθι της «Ευρώπης των λαών» ή της «μιας άλλης Ευρώπης» (για την οποία έχουμε γράψει αναλυτικότερα στο παρελθόν).
Πάμε όμως και στα υπόλοιπα.
Η αντίληψη ότι η ανάπτυξη θα έρθει από έξω στηρίζεται στο περίπου ακαταμάχητο επιχείρημα που λέει ότι «πρέπει να πέσουν λεφτά στην αγορά».
Είναι σκόπιμο λοιπόν να τονίσουμε (ξανά) πως η χώρα μας, μέσα σε τόσο βαθιά ύφεση, είναι δεύτερη στην ιδιωτική κατανάλωση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Οπότε, το ότι χρειάζεται επειγόντως να αυξήσουμε τη ζήτηση είναι ένα ακόμα παραμύθι.
Το πρόβλημά μας είναι ότι είμαστε τελευταίοι στο ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος (11% του ΑΕΠ) που επενδύεται στο εσωτερικό της οικονομίας. Αυτό δείχνει την ανάγκη για μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που δεν θα αναλύσουμε εδώ.
Επιπροσθέτως, υπάρχει διάχυτη η εντύπωση μέσα στην ελληνική κοινωνία, ότι η Ευρώπη είναι πηγή μετρητών. Ότι είναι εκεί, στατική, σταθερή, για να μας ταΐζει με το κοινό μας νόμισμα, ασχέτως του τί κάνουμε. Κάτι σαν την Ελληνίδα μάνα. Αυτό κι αν είναι παραμύθι.
Η ΕΕ χρειάζεται τη σύγκλιση των μελών της για να μπορεί να τα φροντίσει.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής οικονομικών για να αντιληφθεί ότι, για να έχει προοπτική σε βάθος χρόνου το ευρώ, οι οικονομικές πολιτικές ανάμεσα στα κράτη- μέλη οφείλουν να έχουν κοινούς άξονες. Οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις οδηγίες από την ΕΕ και τους προϋπολογισμούς των εταίρων τους.
Αλλιώς, δεν θα δούμε ποτέ το θρυλούμενο «ευρωομόλογο» που υποτίθεται ότι θα λύσει όλα μας τα προβλήματα.
Ο δρόμος της σύγκλισης των οικονομιών, εκτός του ότι είναι προαποφασισμένος από όλα τα μέλη ανεξαιρέτως, είναι και μονόδρομος τον οποίο, όσο περισσότερο μας ταλαιπωρεί η κρίση, τόσο ταχύτερα πρέπει να διαβούμε.
Και, για να φτάσουμε στο μέγιστο παραμύθι, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, οι εθνικολαϊκιστές αυτόν τον δρόμο τον ονομάζουν «παραβίαση (ή παραχώρηση) της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας». Στη πραγματικότητα, κυκλοφορεί με το όνομα «ικανότητα του ελληνικού έθνους να συνάψει μια συμφωνία».
Εάν το καταλάβουμε αυτό και, συνεπακόλουθα, αναλάβουμε τις ευθύνες μας ως κοινωνία, μέχρι και «κοινωνική Ευρώπη» μπορεί να ζήσουμε να δούμε.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου