Το ασφαλιστικό- φορολογικό νομοσχέδιο κατατέθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα της περασμένης Παρασκεύης με τροπολογία. Μαζί με αυτήν- που, αν μη τι άλλο, αφορά σε φλέγοντα ζήτηματα- υπεβλήθησαν τουλάχιστον άλλες τρεις, άσχετες, τροπολογίες. Ενδεικτικά, η μία σχετιζόταν με τις «δημοπρατούμενες άδειες επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης».
Τον προηγούμενο μήνα, κατατέθηκαν δύο τροπολογίες που καθιστούσαν νόμιμες τις δαπάνες για δομές φιλοξενίας προσφύγων, εντός νομοσχεδίου περί συμφωνίας με το κράτος της Γεωργίας(!).
Και τα παραπάνω είναι μόνο σταγόνα στον ωκεανό των σχετικών παραδειγμάτων.
Εννοείται πως τέτοιου είδους ρυθμίσεις εγείρουν υποψίες, όχι μόνο λόγω του τρόπου που υποβάλλονται, αλλά και λόγω του ίδιου του περιεχομένου τους. Στα ίδια νομοσχέδια που κυρώνονταν διακρατικές συμφωνίες, υπήρχε τροπολογία που έδινε τη δυνατότητα απόσπασης του προσωπικού της ΕΡΤ σε δημόσιες υπηρεσίες ή σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Εντελώς «τυχαία», υπουργός της συγκυβέρνησης, ακριβώς την επομένη, εξέφραζε τον προβληματισμό του για το υπεράριθμο προσωπικό της ΕΡΤ.
Κοντολογίς, κάθε τροπολογία που κατατίθεται πλέον, είναι κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων. Χάριν δικαιοσύνης, να σημειώσουμε ότι παρόμοια φαινόμενα βλέπαμε και επί προηγούμενων κυβερνήσεων, όμως τέτοια μεθοδικότητα δεν είχαμε.
Μέχρι πριν ένα χρόνο αναζητούσαμε το αυτονόητο και τώρα, αντί να βελτιωθούμε λόγω κρίσης, έχουμε χάσει και τα προσχήματα. Κι ενώ αυτές οι «παρεκκλίσεις» κινούνται στα όρια της νομιμότητας, ενίοτε περνάμε και στη ντε φάκτο κατάργησή της, με ρυθμίσεις όπως αυτή περί «αναδρομικής δημοσίευσης», κατά την οποία νομιμοποιούνται οι (προφανώς σκόπιμες) παραλείψεις στα ΦΕΚ.
Όλα αυτά, από ένα κόμμα που θεωρητικά είχε το «ηθικό πλεονέκτημα» και έφερε ως σημαία του την πάταξη της διαφθοράς. Αντιθέτως, ακριβώς σε όλο αυτό τον λαβύρινθο από διατάξεις και τροπολογίες εμφιλοχωρεί η διαφθορά. Μαζί με την απαξίωση των θεσμών και το πελατειακό κράτος, εχθρός της νομιμότητας είναι και η πολυνομία.
Η παρατυπία, που εδράζεται στη διασταλτική ερμηνεία των νόμων ή/και στην βραδύτητα της Δικαιοσύνης, κρύβεται εντός των αμέτρητων διατάξεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές αλληλοσυγκρούονται ως προς το πνεύμα τους.
Το ζήτημα είναι σοβαρό και αφορά στη δημοκρατία μας. Όταν οι εξαιρέσεις γίνονται ο κανόνας, επιβάλλεται ένας νέος τύπος διακυβέρνησης, ασφαλώς με αντίκτυπο και στο ήθος της κοινωνίας.
Και, μιλώντας για κοινωνικό ήθος, είναι επιβεβλημένη η εμπέδωση της νομιμότητας στη χώρα μας. Αν όχι απλά για λόγους ασφαλείας, χρειάζεται, ώστε να μη στερείται η κοινωνία την αντίδραση διαμέσου των θεσμών της.
Μια απεργία εντός μιας πολιτείας με αποσαρθρωμένους θεσμούς, δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Όταν παρακάμπτονται οι θεσμικές λειτουργίες συστηματικά, ουδείς θα δώσει σημασία σε μια ακόμα παρακώλυσή τους. Αντιθέτως, όταν όλα λειτουργούν εύρυθμα, η εξαίρεση έχει ιδιαίτερη σημασία.
Εν ολίγοις, με δεδομένη τη νομιμότητα, όλοι οι θεσμοί επανακτούν τη σημασία τους.
Παρά ταύτα, στην Ελλάδα, μόνο δεδομένη δεν είναι. Η αποκατάστασή της λοιπόν είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Και εδώ, οι προτάσεις είναι συγκεκριμένες και απλές, όσο απλό είναι και το ίδιο το πρόβλημα.
Καταρχήν, δεν χωρά επιλεκτική εφαρμογή στον Νόμο και, επιπλέον, η Δημόσια Ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτη. Τα συγκεκριμένα, είναι ζητήματα πολιτικής βούλησης.
Οι αλλαγές που θα βάλουν τις βάσεις για την ορθή επιβολή του Νόμου, ωστόσο, αξιώνουν κάτι παραπάνω από καλή πρόθεση. Χρειάζονται προγραμματισμό και, κυρίως, δουλειά: Είναι σκόπιμο να ψηφιοποιηθεί η Δικαιοσύνη και να εισαχθούν νέοι θεσμοί για την επιτάχυνση της απόδοσής της (Διαιτησία, Διαμεσολάβηση). Πρέπει δε να περισταλεί η πολυνομία και να κωδικοποιηθεί η νομοθεσία μας με γνώμονα την απλοποίησή της. Και τέλος, είναι καιρός να δημιουργηθεί στην Ελλάδα Συνταγματικό Δικαστήριο, προκειμένου να διαφυλαχθεί το κύρος και ο ουσιαστικός ρόλος του Συντάγματος.
Όλα τα παραπάνω είναι αυτονόητα για ένα Κράτος Δικαίου.
Η εφαρμογή τους στη χώρα μας μπορεί να ευνοήσει την τελική επικράτηση μιας κουλτούρας σεβασμού στο Νόμο. Χωρίς αυτή, τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την βελτίωσή μας ως κοινωνία.
Εν κατακλείδι, η απόφαση για το αν θέλουμε να βελτιωθούμε είναι εύκολη. Η εφαρμογή είναι το δύσκολο κομμάτι. Πριν λοιπόν την εφαρμογή της, ας συμφωνήσουμε όλοι στα βασικά, για να μην υπάρχει δικαιολογία.
Εφόσον υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, πρέπει να μεταρρυθμιστούμε. Και, προς αυτή την κατεύθυνση, οφείλουμε να κομίζουμε συγκεκριμένες προτάσεις.
Η διαμαρτυρία δεν αρκεί.
Χρειάζεται Σύνθεση.
Τον προηγούμενο μήνα, κατατέθηκαν δύο τροπολογίες που καθιστούσαν νόμιμες τις δαπάνες για δομές φιλοξενίας προσφύγων, εντός νομοσχεδίου περί συμφωνίας με το κράτος της Γεωργίας(!).
Και τα παραπάνω είναι μόνο σταγόνα στον ωκεανό των σχετικών παραδειγμάτων.
Εννοείται πως τέτοιου είδους ρυθμίσεις εγείρουν υποψίες, όχι μόνο λόγω του τρόπου που υποβάλλονται, αλλά και λόγω του ίδιου του περιεχομένου τους. Στα ίδια νομοσχέδια που κυρώνονταν διακρατικές συμφωνίες, υπήρχε τροπολογία που έδινε τη δυνατότητα απόσπασης του προσωπικού της ΕΡΤ σε δημόσιες υπηρεσίες ή σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Εντελώς «τυχαία», υπουργός της συγκυβέρνησης, ακριβώς την επομένη, εξέφραζε τον προβληματισμό του για το υπεράριθμο προσωπικό της ΕΡΤ.
Κοντολογίς, κάθε τροπολογία που κατατίθεται πλέον, είναι κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων. Χάριν δικαιοσύνης, να σημειώσουμε ότι παρόμοια φαινόμενα βλέπαμε και επί προηγούμενων κυβερνήσεων, όμως τέτοια μεθοδικότητα δεν είχαμε.
Μέχρι πριν ένα χρόνο αναζητούσαμε το αυτονόητο και τώρα, αντί να βελτιωθούμε λόγω κρίσης, έχουμε χάσει και τα προσχήματα. Κι ενώ αυτές οι «παρεκκλίσεις» κινούνται στα όρια της νομιμότητας, ενίοτε περνάμε και στη ντε φάκτο κατάργησή της, με ρυθμίσεις όπως αυτή περί «αναδρομικής δημοσίευσης», κατά την οποία νομιμοποιούνται οι (προφανώς σκόπιμες) παραλείψεις στα ΦΕΚ.
Όλα αυτά, από ένα κόμμα που θεωρητικά είχε το «ηθικό πλεονέκτημα» και έφερε ως σημαία του την πάταξη της διαφθοράς. Αντιθέτως, ακριβώς σε όλο αυτό τον λαβύρινθο από διατάξεις και τροπολογίες εμφιλοχωρεί η διαφθορά. Μαζί με την απαξίωση των θεσμών και το πελατειακό κράτος, εχθρός της νομιμότητας είναι και η πολυνομία.
Η παρατυπία, που εδράζεται στη διασταλτική ερμηνεία των νόμων ή/και στην βραδύτητα της Δικαιοσύνης, κρύβεται εντός των αμέτρητων διατάξεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές αλληλοσυγκρούονται ως προς το πνεύμα τους.
Το ζήτημα είναι σοβαρό και αφορά στη δημοκρατία μας. Όταν οι εξαιρέσεις γίνονται ο κανόνας, επιβάλλεται ένας νέος τύπος διακυβέρνησης, ασφαλώς με αντίκτυπο και στο ήθος της κοινωνίας.
Και, μιλώντας για κοινωνικό ήθος, είναι επιβεβλημένη η εμπέδωση της νομιμότητας στη χώρα μας. Αν όχι απλά για λόγους ασφαλείας, χρειάζεται, ώστε να μη στερείται η κοινωνία την αντίδραση διαμέσου των θεσμών της.
Μια απεργία εντός μιας πολιτείας με αποσαρθρωμένους θεσμούς, δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Όταν παρακάμπτονται οι θεσμικές λειτουργίες συστηματικά, ουδείς θα δώσει σημασία σε μια ακόμα παρακώλυσή τους. Αντιθέτως, όταν όλα λειτουργούν εύρυθμα, η εξαίρεση έχει ιδιαίτερη σημασία.
Εν ολίγοις, με δεδομένη τη νομιμότητα, όλοι οι θεσμοί επανακτούν τη σημασία τους.
Παρά ταύτα, στην Ελλάδα, μόνο δεδομένη δεν είναι. Η αποκατάστασή της λοιπόν είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Και εδώ, οι προτάσεις είναι συγκεκριμένες και απλές, όσο απλό είναι και το ίδιο το πρόβλημα.
Καταρχήν, δεν χωρά επιλεκτική εφαρμογή στον Νόμο και, επιπλέον, η Δημόσια Ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτη. Τα συγκεκριμένα, είναι ζητήματα πολιτικής βούλησης.
Οι αλλαγές που θα βάλουν τις βάσεις για την ορθή επιβολή του Νόμου, ωστόσο, αξιώνουν κάτι παραπάνω από καλή πρόθεση. Χρειάζονται προγραμματισμό και, κυρίως, δουλειά: Είναι σκόπιμο να ψηφιοποιηθεί η Δικαιοσύνη και να εισαχθούν νέοι θεσμοί για την επιτάχυνση της απόδοσής της (Διαιτησία, Διαμεσολάβηση). Πρέπει δε να περισταλεί η πολυνομία και να κωδικοποιηθεί η νομοθεσία μας με γνώμονα την απλοποίησή της. Και τέλος, είναι καιρός να δημιουργηθεί στην Ελλάδα Συνταγματικό Δικαστήριο, προκειμένου να διαφυλαχθεί το κύρος και ο ουσιαστικός ρόλος του Συντάγματος.
Όλα τα παραπάνω είναι αυτονόητα για ένα Κράτος Δικαίου.
Η εφαρμογή τους στη χώρα μας μπορεί να ευνοήσει την τελική επικράτηση μιας κουλτούρας σεβασμού στο Νόμο. Χωρίς αυτή, τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την βελτίωσή μας ως κοινωνία.
Εν κατακλείδι, η απόφαση για το αν θέλουμε να βελτιωθούμε είναι εύκολη. Η εφαρμογή είναι το δύσκολο κομμάτι. Πριν λοιπόν την εφαρμογή της, ας συμφωνήσουμε όλοι στα βασικά, για να μην υπάρχει δικαιολογία.
Εφόσον υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, πρέπει να μεταρρυθμιστούμε. Και, προς αυτή την κατεύθυνση, οφείλουμε να κομίζουμε συγκεκριμένες προτάσεις.
Η διαμαρτυρία δεν αρκεί.
Χρειάζεται Σύνθεση.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου