Η έξοδος από την κρίση και εν τέλει η βελτίωσή μας ως πολιτεία απαιτεί καταρχήν διάγνωση του προβλήματος σε επίπεδο πολιτικο-κοινωνικό.
Απόψεις που περιορίζονται στα αφοριστικά «Φταίνε οι πολιτικοί» ή «Φταίει η κοινωνία που ψηφίζει/παράγει τέτοιους πολιτικούς» μάλλον οδηγούν σε αδιέξοδο. Η συλλήβδην απόρριψη του πολιτικού συστήματος είναι δυνάμει καταστροφική, καθώς ρέπει στον αντισυστημισμό (ήδη ζούμε τις συνέπειες), και η κοινωνία, όσο κι αν φταίει, δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Το πρόβλημα της χώρας είναι η δυσανεξία στην αλλαγή.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημά μας είναι κατά βάση θεσμικό. Αν δεν αντιμετωπιστεί το νοσηρό θεσμικό περιβάλλον, η κοινωνία μας δεν θα αναζωογονηθεί ποτέ.
Τόσο αυτή, όσο και το πολιτικό σύστημα είναι δύο πλευρές από το ίδιο νόμισμα και η μία τροφοδοτεί την άλλη σε έναν φαύλο κύκλο παρακμής, του οποίου συνδετικός κρίκος, αλλά και καταλύτης είναι οι θεσμοί.
Συγκεκριμένα, η όποια ελληνική νοοτροπία δημιούργησε ένα θεσμικό τοπίο που οδήγησε σε ένα πολιτικό σύστημα με συγκεκριμένες παθογένειες και αμφότεροι, θεσμοί και πολιτική, διαμόρφωσαν και διαιώνισαν την κοινωνική καθημερινή πρακτική. Όσο κι αν οι φορείς αυτής της πρακτικής (όλοι εμείς) ενδεχομένως θέλουν να την αλλάξουν (λόγω κρίσης ή λόγω αμεσότερης επαφής με έξωθεν ορθολογικότερα συστήματα), δεν μπορούν να το πετύχουν εύκολα, εξαιτίας του ισχυροποιημένου και με ασφαλιστικές δικλείδες πλέον θεσμικού περιβάλλοντος.
Όλο το αξιακό σύστημα του σύγχρονου κόσμου στηρίζεται στην διάκριση ανάμεσα στους θεσμούς και στην συνεπαγόμενη λειτουργικότητα που παρέχουν στην εκάστοτε κοινωνία, μέσω αυτών που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν “checks and balances”. Ήτοι, μέσω της ισορροπίας που εξασφαλίζει σε μία πολιτεία ο έλεγχος, στον οποίο υποβάλλουν ο ένας θεσμός τον άλλον.
Ενώ λοιπόν, μέσα σε αυτό το ισορροπημένο σύστημα, έχει σημασία ένας θεσμός να μην υπερβαίνει των λειτουργιών του (και συνήθως δεν το κάνει, αφού ελέγχεται στενά) για να μην ευνοείται η υπολειτουργία κάποιου άλλου, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Για να μην μπούμε στα άδυτα του ελληνικού θεσμικού τοπίου και το παρόν άρθρο ξεπεράσει κατά πολύ τις 1000 λέξεις, αρκεί να εξετάσουμε σύντομα τους σημαντικότερους πολιτειακούς θεσμούς- τις τρεις Εξουσίες- Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική.
Κατά κανόνα, αν μία εξουσία παρουσιάζει αστάθεια, οι υπόλοιπες, μέσω της εύρυθμης λειτουργίας τους, εξασφαλίζουν την ομαλότητα που χρειάζεται η πάσχουσα (εξουσία) για να επανέλθει. Στην Ελλάδα, πάσχουν και οι τρεις ταυτόχρονα.
Καταρχάς, η ακατανίκητη ελληνική κομματοκρατεία έχει φέρει σε ταύτιση Νομοθετική και Εκτελεστική Εξουσία. Εν συντομία, το αποτέλεσμα είναι ένα απαξιωμένο νομοθετικό έργο και μία εφησυχασμένη, και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη, κυβέρνηση.
Το παραπάνω ελάττωμα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και τη Τρίτη Εξουσία, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της. Το γεγονός ότι οι δικαστές των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση, αποτελεί μία πολύ σοβαρή συστημική παθογένεια.
Οι συνέπειες από τα προαναφερόμενα (και όχι μόνο) θεσμικά προβλήματα έγιναν ακόμα πιο ορατές και οξύνθηκαν, ελέω κρίσης.
Η Πρόεδρος του Α. Πάγου ασκεί πολιτική, εισαγγελείς διώκουν αυτεπαγγέλτως επιστήμονες για το έργο τους, περνούν μήνες μέχρι να επέμβει η δικαιοσύνη έναντι των αγροτικών μπλόκων κ.α.
Επίσης, στο (πολλές φορές άδειο) κοινοβούλιο, γινόμαστε μάρτυρες διαλόγων πολύ χαμηλού επιπέδου, το πλήθος τροπολογιών κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων στα νομοσχέδια είναι πλέον τεράστιο, η διαδικασία του κατ’επείγοντος έχει γίνει κανόνας κ.α.
Εν προκειμένω, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι ότι κάτι θα αλλάξει ξαφνικά προς το καλύτερο με την τρέχουσα κυβέρνηση. Αρκεί απλά να ασχοληθεί με έναν θεσμό για να πληγεί το, συνήθως ήδη μειωμένο, κύρος του.
Επί παραδείγματι, η ισχύς των Ανεξάρτητων Αρχών εσχάτως έχει περιοριστεί χαρακτηριστικά. Το ΑΣΕΠ παρακάμπτεται για τους διορισμούς εκπαιδευτικών, το ΕΣΡ είναι απαξιωμένο και, προ ολίγων μηνών, απαγορεύτηκε (μέσω τροπολογίας φυσικά) η ανανέωση της θητείας των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών στο σύνολό τους- καθιστώντας τις τελευταίες πιο εύκολα «ελέγξιμες» από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Συμπερασματικά, είναι σκόπιμο να αναθεωρήσουμε τους θεσμούς μας, έχοντας ως γνώμονα την ανεξαρτησία τους και την διαφάνεια. Τελικά, οι μεταρρυθμίσεις προς αυτή τη κατεύθυνση είναι απλές. Το μόνο που χρειάζονται είναι την πολιτική βούληση να εφαρμοστούν, χωρίς ενδοιασμούς και, περαιτέρω, στην πορεία της θεσμικής μας ανανέωσης, δεν θα πρέπει να θεωρείται ταμπού μία γενναία συνταγματική αναθεώρηση.
Οι προτάσεις για την εν λόγω αλλαγή μπορούν να είναι συγκεκριμένες, όπως η υιοθέτηση ασυμβίβαστου μεταξύ της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής εξουσίας ή/και ο διορισμός των επικεφαλής των Ανεξάρτητων Αρχών με βάση a priori καθορισμένα διαφανή κριτήρια.
Μπορούν να θέτουν και το ευρύτερο πλαίσιο, ώστε επιμέρους νόμοι να ορίσουν τις λεπτομέρειες. Σε κάθε περίπτωση, στόχος θα είναι, πρώτον, καταρχήν η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και κατόπιν η απλότητα και η ταχύτητα στην απονομή της και, δεύτερον, η διαφάνεια και η δυνατότητα ελέγχου σε κάθε πτυχή της κρατικής εξουσίας.
Και η αναζήτηση για τις πιο ενδεδειγμένες αλλαγές μπορεί να συνεχιστεί.
Σε κάθε περίπτωση, όταν αντικείμενό μας είναι το θεσμικό περιβάλλον, η Σύνθεση των μεταρρυθμιστικών και με ευρωπαϊκό πρόσημο προτάσεων οφείλει να έχει ως οδηγό την αστική, «δυτική» θεώρηση της κοινωνίας, η οποία αξιώνει εξουσίες διακριτές και ελεγχόμενες.
Απόψεις που περιορίζονται στα αφοριστικά «Φταίνε οι πολιτικοί» ή «Φταίει η κοινωνία που ψηφίζει/παράγει τέτοιους πολιτικούς» μάλλον οδηγούν σε αδιέξοδο. Η συλλήβδην απόρριψη του πολιτικού συστήματος είναι δυνάμει καταστροφική, καθώς ρέπει στον αντισυστημισμό (ήδη ζούμε τις συνέπειες), και η κοινωνία, όσο κι αν φταίει, δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Το πρόβλημα της χώρας είναι η δυσανεξία στην αλλαγή.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημά μας είναι κατά βάση θεσμικό. Αν δεν αντιμετωπιστεί το νοσηρό θεσμικό περιβάλλον, η κοινωνία μας δεν θα αναζωογονηθεί ποτέ.
Τόσο αυτή, όσο και το πολιτικό σύστημα είναι δύο πλευρές από το ίδιο νόμισμα και η μία τροφοδοτεί την άλλη σε έναν φαύλο κύκλο παρακμής, του οποίου συνδετικός κρίκος, αλλά και καταλύτης είναι οι θεσμοί.
Συγκεκριμένα, η όποια ελληνική νοοτροπία δημιούργησε ένα θεσμικό τοπίο που οδήγησε σε ένα πολιτικό σύστημα με συγκεκριμένες παθογένειες και αμφότεροι, θεσμοί και πολιτική, διαμόρφωσαν και διαιώνισαν την κοινωνική καθημερινή πρακτική. Όσο κι αν οι φορείς αυτής της πρακτικής (όλοι εμείς) ενδεχομένως θέλουν να την αλλάξουν (λόγω κρίσης ή λόγω αμεσότερης επαφής με έξωθεν ορθολογικότερα συστήματα), δεν μπορούν να το πετύχουν εύκολα, εξαιτίας του ισχυροποιημένου και με ασφαλιστικές δικλείδες πλέον θεσμικού περιβάλλοντος.
Όλο το αξιακό σύστημα του σύγχρονου κόσμου στηρίζεται στην διάκριση ανάμεσα στους θεσμούς και στην συνεπαγόμενη λειτουργικότητα που παρέχουν στην εκάστοτε κοινωνία, μέσω αυτών που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν “checks and balances”. Ήτοι, μέσω της ισορροπίας που εξασφαλίζει σε μία πολιτεία ο έλεγχος, στον οποίο υποβάλλουν ο ένας θεσμός τον άλλον.
Ενώ λοιπόν, μέσα σε αυτό το ισορροπημένο σύστημα, έχει σημασία ένας θεσμός να μην υπερβαίνει των λειτουργιών του (και συνήθως δεν το κάνει, αφού ελέγχεται στενά) για να μην ευνοείται η υπολειτουργία κάποιου άλλου, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Για να μην μπούμε στα άδυτα του ελληνικού θεσμικού τοπίου και το παρόν άρθρο ξεπεράσει κατά πολύ τις 1000 λέξεις, αρκεί να εξετάσουμε σύντομα τους σημαντικότερους πολιτειακούς θεσμούς- τις τρεις Εξουσίες- Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική.
Κατά κανόνα, αν μία εξουσία παρουσιάζει αστάθεια, οι υπόλοιπες, μέσω της εύρυθμης λειτουργίας τους, εξασφαλίζουν την ομαλότητα που χρειάζεται η πάσχουσα (εξουσία) για να επανέλθει. Στην Ελλάδα, πάσχουν και οι τρεις ταυτόχρονα.
Καταρχάς, η ακατανίκητη ελληνική κομματοκρατεία έχει φέρει σε ταύτιση Νομοθετική και Εκτελεστική Εξουσία. Εν συντομία, το αποτέλεσμα είναι ένα απαξιωμένο νομοθετικό έργο και μία εφησυχασμένη, και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη, κυβέρνηση.
Το παραπάνω ελάττωμα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και τη Τρίτη Εξουσία, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της. Το γεγονός ότι οι δικαστές των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση, αποτελεί μία πολύ σοβαρή συστημική παθογένεια.
Οι συνέπειες από τα προαναφερόμενα (και όχι μόνο) θεσμικά προβλήματα έγιναν ακόμα πιο ορατές και οξύνθηκαν, ελέω κρίσης.
Η Πρόεδρος του Α. Πάγου ασκεί πολιτική, εισαγγελείς διώκουν αυτεπαγγέλτως επιστήμονες για το έργο τους, περνούν μήνες μέχρι να επέμβει η δικαιοσύνη έναντι των αγροτικών μπλόκων κ.α.
Επίσης, στο (πολλές φορές άδειο) κοινοβούλιο, γινόμαστε μάρτυρες διαλόγων πολύ χαμηλού επιπέδου, το πλήθος τροπολογιών κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων στα νομοσχέδια είναι πλέον τεράστιο, η διαδικασία του κατ’επείγοντος έχει γίνει κανόνας κ.α.
Εν προκειμένω, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι ότι κάτι θα αλλάξει ξαφνικά προς το καλύτερο με την τρέχουσα κυβέρνηση. Αρκεί απλά να ασχοληθεί με έναν θεσμό για να πληγεί το, συνήθως ήδη μειωμένο, κύρος του.
Επί παραδείγματι, η ισχύς των Ανεξάρτητων Αρχών εσχάτως έχει περιοριστεί χαρακτηριστικά. Το ΑΣΕΠ παρακάμπτεται για τους διορισμούς εκπαιδευτικών, το ΕΣΡ είναι απαξιωμένο και, προ ολίγων μηνών, απαγορεύτηκε (μέσω τροπολογίας φυσικά) η ανανέωση της θητείας των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών στο σύνολό τους- καθιστώντας τις τελευταίες πιο εύκολα «ελέγξιμες» από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Συμπερασματικά, είναι σκόπιμο να αναθεωρήσουμε τους θεσμούς μας, έχοντας ως γνώμονα την ανεξαρτησία τους και την διαφάνεια. Τελικά, οι μεταρρυθμίσεις προς αυτή τη κατεύθυνση είναι απλές. Το μόνο που χρειάζονται είναι την πολιτική βούληση να εφαρμοστούν, χωρίς ενδοιασμούς και, περαιτέρω, στην πορεία της θεσμικής μας ανανέωσης, δεν θα πρέπει να θεωρείται ταμπού μία γενναία συνταγματική αναθεώρηση.
Οι προτάσεις για την εν λόγω αλλαγή μπορούν να είναι συγκεκριμένες, όπως η υιοθέτηση ασυμβίβαστου μεταξύ της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής εξουσίας ή/και ο διορισμός των επικεφαλής των Ανεξάρτητων Αρχών με βάση a priori καθορισμένα διαφανή κριτήρια.
Μπορούν να θέτουν και το ευρύτερο πλαίσιο, ώστε επιμέρους νόμοι να ορίσουν τις λεπτομέρειες. Σε κάθε περίπτωση, στόχος θα είναι, πρώτον, καταρχήν η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και κατόπιν η απλότητα και η ταχύτητα στην απονομή της και, δεύτερον, η διαφάνεια και η δυνατότητα ελέγχου σε κάθε πτυχή της κρατικής εξουσίας.
Και η αναζήτηση για τις πιο ενδεδειγμένες αλλαγές μπορεί να συνεχιστεί.
Σε κάθε περίπτωση, όταν αντικείμενό μας είναι το θεσμικό περιβάλλον, η Σύνθεση των μεταρρυθμιστικών και με ευρωπαϊκό πρόσημο προτάσεων οφείλει να έχει ως οδηγό την αστική, «δυτική» θεώρηση της κοινωνίας, η οποία αξιώνει εξουσίες διακριτές και ελεγχόμενες.
Μιχάλης Δεμερτζής
Ιδρυτικό Μέλος Ευ.Με.ΣΥΝ - Τομεάρχης Θέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου